Τι σημαίνει το driving στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης driving στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του driving στο Αγγλικά.

Η λέξη driving στο Αγγλικά σημαίνει οδήγηση, οδήγησης, κινητήριος, δυνατός, oρμητικός, οδηγώ, οδηγώ, πηγαίνω, κινώ, πηγαίνω κπ σε κτ, οδηγώ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, δίνω ώθηση σε κτ, κίνησης, οδήγηση, βόλτα με το αυτοκίνητο, θέληση, επιμονή, φορτίο, ορμή, κούρσα, επίθεση, εκστρατεία, ενέργεια, ενεργητικότητα, σύστημα μετάδοσης κίνησης, drive, βολή, οδηγός, οδός, ιδιωτικός δρόμος, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, παρασύρομαι, προχωράω, πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητο, χτυπάω, στέλνω, προωθώ, οδηγώ, δίνω κίνητρο, οδηγώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, καρφώνω, στέλνω κτ σε κτ, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις, άδεια οδήγησης, εξετάσεις για δίπλωμα, οδηγίες, κινητήρια δύναμη, εξεταστής σε εξετάσεις οδήγησης, δάσκαλος οδήγησης, χώρος εξάσκησης, σχολή οδηγών, οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλ, κινητήριος τροχός, κινητήριος τροχός, ισχυρός άνεμος, οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση υπό την επήρεια, οδήγηση σε κατάσταση μέθης, πιεστικός, επίμονος, συνεχίζω ευθεία, καθρέφτης, επικίνδυνη οδήγηση, χωρίς οδηγό, αυτοκίνητο χωρίς οδηγό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης driving

οδήγηση

noun (operating a road vehicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Driving is a very useful skill to learn.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η οδήγηση τη νύχτα μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

οδήγησης

adjective (operating a vehicle) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
She went to driving school because no one in her family would teach her how to drive.
Πήγε σε σχολή οδήγησης γιατί κανείς από την οικογένειά της δεν της μάθαινε να οδηγεί.

κινητήριος

adjective (figurative (that motivates, propels) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When he became a doctor, his driving motivation was his wish to help his community.
Όταν έγινε γιατρός η κινητήριος δύναμή του ήταν η επιθυμία του να βοηθήσει την κοινότητα στην οποία ανήκε.

δυνατός, oρμητικός

adjective (rain, wind: forceful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The driving rain soaked Dan in just a few minutes.
Η δυνατή βροχή μούσκεψε τον Νταν μέσα σε μερικά λεπτά.

οδηγώ

intransitive verb (operate a vehicle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't drive yet. I'm only 15.
Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών.

οδηγώ

transitive verb (operate: a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you like to drive my new car?
Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο;

πηγαίνω

transitive verb (passenger: transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll be late to the show unless you can drive me.
Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο.

κινώ

transitive verb (cause movement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wind drives the fan and creates electricity.
Ο αέρας κινεί την ανεμογεννήτρια, και έτσι παράγεται ηλεκτρισμός.

πηγαίνω κπ σε κτ

transitive verb (passenger: transport) (καθομιλουμένη)

Could you drive me to the station?
Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό;

οδηγώ

(figurative (compel, cause) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The addiction drove him to a life of crime and misery.
Η εξάρτηση τον οδήγησε σε μια ζωή εγκλήματος και μιζέριας.

δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ

(figurative (compel, cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The desire to make her parents proud is what drives her to succeed.
Η επιθυμία να κάνει τους γονείς της περήφανους είναι αυτό που της δίνει κίνητρο για να πετύχει.

δίνω ώθηση σε κτ

transitive verb (figurative (push, power)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Spending drives the economy.
Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία.

κίνησης

adjective (part of machine) (σε γενική: σύστημα)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
There's a problem in the drive train.

οδήγηση

noun (journey by car) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drive was really tiring.
Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό.

βόλτα με το αυτοκίνητο

noun (pleasure trip)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's go for a drive in the country.

θέληση, επιμονή

noun (push)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His drive to succeed led him into business.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει τον απαιτούμενο δυναμισμό, για να επιτύχει στον καλλιτεχνικό χώρο;

φορτίο

noun ([sth] driven: animals, cargo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole drive of cattle fell ill and nearly died en route.

ορμή

noun (psychology: urge) (πολύ έντονη επιθυμία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has difficulty controlling his drives.

κούρσα

noun (forward course)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They somehow found the energy for a final drive for the finish line.

επίθεση

noun (military thrust)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The army's drive into enemy territory was a great success.

εκστρατεία

noun (charity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The spring fund-raising drive was very successful.

ενέργεια, ενεργητικότητα

noun (energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's got a lot of drive and that motivates everyone.

σύστημα μετάδοσης κίνησης

noun (machinery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The belt drive is poorly designed.

drive

noun (automobiles) (κιβώτιο ταχυτήτων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Move the car from neutral to drive and release the brakes.

βολή

noun (sports: hitting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her drive sent the ball right past her opponent.

οδηγός

noun (computing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Insert the CD into the drive.

οδός

noun (road name) (σε διεύθυνση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane's address is 65 Poplar Drive.

ιδιωτικός δρόμος

noun (driveway: path from house to road) (κατά λέξη)

An expensive-looking sports car turned into the drive. // Sarah parked her car in the driveway.
Η Σάρα πάρκαρε το αυτοκίνητό της στην είσοδο του κήπου.

δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ

verbal expression (figurative (motivate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What drives her to succeed is a desire to make her parents proud.

παρασύρομαι

intransitive verb (be impelled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The yacht drove before the strong wind.

προχωράω

intransitive verb (go forward vigorously) (με ορμή, ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The storm drove onwards, gathering strength.

πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητο

intransitive verb (travel by vehicle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shall we drive or take the train?

χτυπάω

intransitive verb (sports: hit or kick)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In golf, I find driving easier than putting.

στέλνω

transitive verb (sport: hit, kick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kane drove a low shot past the goalkeeper.

προωθώ

transitive verb (baseball: advance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He drove the runner home with a hit.

οδηγώ

transitive verb (logs: float down river)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They drove the logs down the river.

δίνω κίνητρο

transitive verb (figurative (motivate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian's desire to be the best is what drives him.

οδηγώ

transitive verb (figurative (provoke) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her children always drive her to the point of madness.
Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα.

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

transitive verb (figurative (push)

She drove the conversation to a certain topic.

καρφώνω

(nail, blade: hammer) (καρφί, μαχαίρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He drove the nail into the wall.

στέλνω κτ σε κτ

(sport: hit, kick)

She drove the ball into the net.

παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι

verbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat.

άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις

noun (UK (driver's permit: no endorsements)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A clean driving licence lowers insurance costs.

άδεια οδήγησης

noun (permit to drive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I've had my driver's license for 15 years.
Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.

εξετάσεις για δίπλωμα

noun (exam for learner drivers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gina failed her driver's test several times before finally passing.

οδηγίες

plural noun (how to get somewhere by road) (για κατεύθυνση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κινητήρια δύναμη

noun (impetus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actress was the driving force behind the renovation of the theatre.

εξεταστής σε εξετάσεις οδήγησης

noun (person who tests drivers for license)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δάσκαλος οδήγησης

noun ([sb] who teaches people to drive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χώρος εξάσκησης

noun (golf practice area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony was out on the driving range practising his golf swing.

σχολή οδηγών

noun (vehicle operation lessons)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλ

noun (operating a vehicle while drunk)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κινητήριος τροχός

noun (main wheel in machine)

κινητήριος τροχός

noun (railroad: driver)

ισχυρός άνεμος

noun (powerful wind)

οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ

noun (colloquial (driving while intoxicated)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was arrested for drunk driving.
Τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.

οδήγηση υπό την επήρεια

noun (US, uncountable, written, initialism (driving under the influence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In this state, driving under the influence is punishable by up to a year in jail.

οδήγηση σε κατάσταση μέθης

noun (uncountable, written, initialism (driving while intoxicated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιεστικός, επίμονος

adjective (aggressive, pushy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνεχίζω ευθεία

intransitive verb (drive straight ahead) (οδήγηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you see a hitchhiker, do you stop to pick him up or just keep driving?

καθρέφτης

noun (vehicle: mirror showing view behind) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Good drivers regularly check their rearview mirrors to see what's happening behind them.

επικίνδυνη οδήγηση

noun (US (law: traffic violation)

χωρίς οδηγό

adjective (vehicle: fully automated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκίνητο χωρίς οδηγό

noun (autonomous vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του driving στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του driving

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.