Τι σημαίνει το glass στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης glass στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του glass στο Αγγλικά.

Η λέξη glass στο Αγγλικά σημαίνει γυαλί, ποτήρι, γυαλιά, γυάλινος, ποτήρι, καθρέφτης, κλεψύδρα, μεγεθυντικός φακός, κιάλια, χτυπάω κπ με ποτήρι, μπυροπότηρο, ποτήρι κονιάκ, λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση, ποτήρι κοκτέιλ, χαραγμένο γυαλί, χαραγμένου γυαλιού, ποτήρι, μικρό χέλι, νεαρό χέλι, αμμοβολισμένο γυαλί, γυάλινη χάντρα, γυάλινο φιαλίδιο, γυάλινη προθήκη, γυάλινη οροφή, υαλοκόπτης, γυάλινη πόρτα, γυάλινο μάτι, αντανάκλαση, ποτήρι κρασί, υαλώδης μετάπτωση, υαλώδης μετάβαση, υαλοβάμβακας, φυσητής γυαλιού, φύσημα γυαλιού, υαλουργία, γυαλί ματ, μεγεθυντικός φακός, ψηλό ποτήρι, καθρέφτης, μεγενθυντικός φακός, υαλοπίνακας, καθρέφτης ανάμεσα σε παράθυρα, υαλοπίνακας, τζαμαρία, γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο, φύλλο γυαλιού, υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού, σφηνοπότηρο, βιτρό, υαλογράφημα, παράθυρο βιτρό, βιτρό, ψημενο γυαλί, σκληρυμένο γυαλί ασφαλείας, ποτήρι νερού, υδρίαλος, κρασοπότηρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης glass

γυαλί

noun (material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tabletop was made of glass.
Η επιφάνεια του τραπεζιού ήταν από γυαλί.

ποτήρι

noun (container for drinks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can I have a glass for my milk?
Μπορώ να έχω ένα ποτήρι για το γάλα μου;

γυαλιά

plural noun (spectacles) (μυωπίας, ηλίου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I took out my contact lenses and put on my glasses.
Έβγαλα τους φακούς επαφής και φόρεσα τα γυαλιά μου.

γυάλινος

noun as adjective (made of glass)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The glass vase broke when it fell.
Το γυάλινο βάζο έσπασε όταν έπεσε.

ποτήρι

noun (count of drinks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was so thirsty that I drank three glasses of water.

καθρέφτης

noun (mirror)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She is so vain; always looking in the glass at herself.

κλεψύδρα

noun (dated (hourglass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When the sand has reached the bottom of the glass, an hour will have passed.

μεγεθυντικός φακός

noun (dated (magnifying glass)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I can't possibly see that small print without a glass.

κιάλια

plural noun (dated (binoculars)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The general took the glasses to get a view of the battlefield.

χτυπάω κπ με ποτήρι

transitive verb (UK, informal (hit [sb] with a glass) (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The thug glassed Steven for accidentally spilling his pint.

μπυροπότηρο

noun (drinking vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you don't like drinking beer from the bottle, you ask for a beer glass.

ποτήρι κονιάκ

noun (large rounded drinking glass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση

noun (figurative (delicate situation, subject) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you try to discuss his drinking problem you will be walking on broken glass.

ποτήρι κοκτέιλ

noun (cone-shaped drinking glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dessert was elegantly presented in a cocktail glass.

χαραγμένο γυαλί

noun (etched crystal)

χαραγμένου γυαλιού

noun as adjective (crystal: etched)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ποτήρι

noun (glass for drinking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She served me lukewarm water in a chipped drinking glass.
Μου σέρβιρε χλιαρό νερό σε ένα ραγισμένο ποτήρι.

μικρό χέλι, νεαρό χέλι

noun (young eel)

αμμοβολισμένο γυαλί

noun (translucent glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A lot of bathrooms have frosted glass windows.

γυάλινη χάντρα

noun (often plural (bead for necklaces, other decorations)

γυάλινο φιαλίδιο

noun (type of laboratory receptacle)

γυάλινη προθήκη

noun (display container made of glass)

γυάλινη οροφή

noun (figurative (limit on ability to raise in work hierarchy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Though we've come a long way, there's still a glass ceiling for women in many industries.

υαλοκόπτης

noun (tool for cutting glass)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γυάλινη πόρτα

noun (door made of glass)

γυάλινο μάτι

noun (false eyeball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every night before I go to bed I take out my glass eye and put it in a bowl of water by the bed.

αντανάκλαση

noun (light reflection off glass) (γυαλί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποτήρι κρασί

noun (wine served in a glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like to have a glass of wine with my meal.

υαλώδης μετάπτωση, υαλώδης μετάβαση

noun (cooling of liquid glass into solid) (πήξη γυαλιού)

υαλοβάμβακας

(spun glass)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυσητής γυαλιού

noun (craftsperson who shapes glass)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φύσημα γυαλιού

noun (art of shaping glass) (υαλουργία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υαλουργία

noun (making of glassware)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυαλί ματ

noun (optics: polished glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεγεθυντικός φακός

noun (magnifying glass)

ψηλό ποτήρι

noun (tall cocktail glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The waiter brought her a gin and tonic in a highball glass.

καθρέφτης

noun (obsolete (mirror)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The princess peered at her reflection in the looking glass.

μεγενθυντικός φακός

noun (handheld lens that makes things appear larger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her eyesight was so bad that she needed a magnifying glass to read small print.

υαλοπίνακας

noun (glass panel for window)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθρέφτης ανάμεσα σε παράθυρα

(type of mirror)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υαλοπίνακας

noun (strong, flat glass)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shop window was made of plate glass.

τζαμαρία

noun as adjective (window: having flat glass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daniel was seriously injured when he ran into a plate-glass window.

γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο

noun (glass fragment worn smooth by the tide)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φύλλο γυαλιού

noun (pane of glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Because the window had an odd shape, we had to cut a new windowpane out of a larger sheet.

υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού

noun (glass in flat sheet form)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cutting sheet glass is best left to expert professionals.

σφηνοπότηρο

noun (small glass for serving spirits)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιτρό, υαλογράφημα

noun (colored window glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tourists visit York Minster to see its beautiful stained glass.

παράθυρο βιτρό

noun (painted pane)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βιτρό

noun as adjective (of painted glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The church was decorated with stained-glass panels depicting stories from the Bible.

ψημενο γυαλί

noun (glass strengthened by heat treatment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκληρυμένο γυαλί ασφαλείας

noun (glass strengthened by heat treatment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The principal feature of tempered safety glass is its strength.

ποτήρι νερού

noun (drinking glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υδρίαλος

noun (chemical compound: sodium silicate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρασοπότηρο

noun (stemmed glass drinking vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του glass στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του glass

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.