Τι σημαίνει το mixed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mixed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mixed στο Αγγλικά.
Η λέξη mixed στο Αγγλικά σημαίνει ανάμεικτος, ανάμικτος, μιγάς, μιγάδα, μικτός, ανάμεικτος, ανάμικτος, μικτός, ανάμεικτος, ανάμικτος, μεικτός, μικτός, φοιτήτρια, μεικτός, μικτός, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, μείξη, μίξη, δοσολογία, μείγμα, μίγμα, κόσμος, ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη, μίξη, ταιριάζω, αναμειγνύομαι, βρίσκομαι, μιξάρω, συναναστρέφομαι, μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο, παρουσία αντρών και γυναικών, ποικιλία, και καλό και κακό, μικτή χορωδία, κοκτέϊλ, μικτή οικονομία, ανάμεικτα συναισθήματα, ανάμεικτα αισθήματα, σύμμεικτο ύφασμα, μικτή γεωργική εκμετάλλευση, ανάμεικτα αισθήματα, ανάμεικτα συναισθήματα, διαφυλετικός γάμος, διάφορα μέσα, με διάφορα υλικά, με διάφορα μέσα, μικτός αριθμός, μεικτό κουιντέτο, μεικτό κουιντέτο, μιγάς, μιγάδα, ανάμικτα μπαχαρικά, ανάμεικτα μπαχαρικά, που έχει μπερδευτεί, που έχει ανακατευτεί, μπερδεμένος, μπλέκομαι με κτ/κπ, είμαι μπλεγμένος με κτ/κπ, μπερδεύω, αντικρουόμενες γνώμες, αντικρουόμενες απόψεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mixed
ανάμεικτος, ανάμικτοςadjective (assorted, various) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel bought a bag of mixed nuts for the party. Η Ρέιτσελ αγόρασε μια σακούλα ανάμικτους ξηρούς καρπούς για το πάρτι. |
μιγάς, μιγάδαadjective (of mixed race or blood) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Shaun was mixed, which meant that living in a small town in Alabama wasn't safe in the early 20th century. Ο Σων ήταν μιγάς το οποίο σήμαινε ότι το να ζει σε μια μικρή πόλη την Αλαμπάμα δεν ήταν ασφαλές στις αρχές του 20ου αιώνα. |
μικτόςadjective (for both sexes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Our local swimming pool has mixed changing rooms. Η πισίνα της περιοχής μας έχει μικτά αποδυτήρια. |
ανάμεικτος, ανάμικτοςadjective (feelings: conflicting) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom had mixed feelings about his son leaving for college. Ο Τομ είχε ανάμικτα συναισθήματα για τον γιο του που έφευγε για το κολέγιο. |
μικτόςadjective (marriage: interracial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aaron's mom was racist and didn't approve of his mixed marriage. |
ανάμεικτος, ανάμικτοςadjective (salad: with varied ingredients) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate made a mixed salad. |
μεικτός, μικτόςadjective (mainly US, abbreviation (coeducational) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Did you live in a coed dorm in college? Έμενες σε μεικτή εστία όταν ήσουν στο κολλέγιο; |
φοιτήτριαnoun (US, dated, abbreviation (female student) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) How many students join sororities or call themselves coeds now? |
μεικτός, μικτόςadjective (mainly US (school: for both sexes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The school Valerie went to was coeducational, but she is a teacher at an all-girls' school. |
ανακατεύω, αναμειγνύωtransitive verb (blend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We mixed red and yellow paint to create orange paint. Ανακατέψαμε (or: αναμείξαμε) κόκκινη και κίτρινη μπογιά για να φτιάξουμε πορτοκαλί μπογιά. |
ανακατεύω, αναμειγνύωtransitive verb (combine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mix the butter with the sugar, then add the eggs. Ανακατέψτε (or: αναμείξτε) το βούτυρο με τη ζάχαρη και προσθέστε τα αυγά. |
ανακατεύωtransitive verb (stir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The recipe says to mix the ingredients until the butter has been absorbed. Η συνταγή λέει να ανακατέψεις τα συστατικά μέχρι να απορροφηθεί το βούτυρο. |
αναμειγνύομαι, ανακατεύομαιintransitive verb (be blended, combine) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Just add the water and the juice, and they will mix on their own. Απλά προσθέστε το νερό και το χυμό και θα αναμειχθούν (or: ανακατευτούν) μόνα τους. |
μείξη, μίξηnoun (blend, mixture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Orange paint is a mix of red paint and yellow paint. Η πορτοκαλί μπογιά είναι ένα μείγμα από κόκκινη και κίτρινη μπογιά. |
δοσολογίαnoun (proportions) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The correct mix to create this colour paint is 4 parts blue and 2 parts red. Η σωστή δοσολογία για να δημιουργήσετε αυτό το χρώμα είναι τέσσερα μέρη μπλε και δύο μέρη κόκκινο. |
μείγμα, μίγμαnoun (food: semi-prepared) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Don't bother making a cake from scratch. Just buy a cake mix. Μην κάτσεις να φτιάξεις το κέικ από την αρχή. Αγόρασε απλά το έτοιμο μείγμα. |
κόσμοςnoun (informal (variety of people) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There was a good mix at the party - plenty of single guys and single girls. Είχε καλό κόσμο στο πάρτι - πολλούς ελεύθερους άντρες και γυναίκες. |
ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξηnoun (act of mixing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The mix of the ingredients took ten minutes to accomplish. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ανακάτεμα των υλικών της πήρε πολύ ώρα, και τελικά δεν πρόλαβε να τελειώσει εγκαίρως. |
μίξηnoun (music) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I created a mix of my favourite music for you on a CD. Σου έφτιαξα μια μίξη με την αγαπημένη μου μουσική σε ένα CD. |
ταιριάζωintransitive verb (informal (be compatible) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They say that American guys and Spanish girls mix pretty well. Λένε ότι οι Αμερικάνοι με τις Ισπανίδες ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους. |
αναμειγνύομαιintransitive verb (at social events) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The politician mixed with the crowd, saying hello to everybody. Ο πολιτικός μπερδεύτηκε στο πλήθος και χαιρέτησε όλο τον κόσμο. |
βρίσκομαιintransitive verb (spend time with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I really like Robert, but we don't mix. Συμπαθώ πολύ τον Ρόμπερτ, αλλά δεν βρισκόμαστε. |
μιξάρωtransitive verb (music) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The DJ mixed the two tunes expertly. We should go to that dance club again. Ο DJ μίξαρε τα δυο κομμάτια με επιδεξιότητα. Πρέπει να ξαναπάμε σ' αυτό το κλαμπ. |
συναναστρέφομαιphrasal verb, transitive, inseparable (informal (socialize) (με κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I like to mix with people of all ages as this helps broaden my outlook on life. |
μεικτό σχολείο, μικτό σχολείοnoun (mainly US (school for both sexes) |
παρουσία αντρών και γυναικώνadverb (with both women and men present) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grandma thinks it is best not to discuss sex in mixed company. |
ποικιλίαnoun (figurative, informal ([sth] varied, variable) (έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The album is a mixed bag – some of the songs are really good, but others are a bit forgettable. |
και καλό και κακόnoun (source of joy and pain) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Computers are a mixed blessing – they're fine when they work and infuriating when they don't! |
μικτή χορωδίαnoun (choir of both sexes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοκτέϊλnoun (cocktail) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) When I was a bartender I enjoyed making mixed drinks, like martinis and screwdrivers. |
μικτή οικονομίαnoun (economy: mixed ideologies) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) An economic system that combines private and state enterprises is known as a mixed economy. |
ανάμεικτα συναισθήματα, ανάμεικτα αισθήματαplural noun (both sadness and joy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύμμεικτο ύφασμαnoun (material made of more than one fibre) (από διάφορες ίνες) |
μικτή γεωργική εκμετάλλευσηnoun (agriculture: raising both crops and livestock) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάμεικτα αισθήματα, ανάμεικτα συναισθήματαplural noun (conflicted emotions) |
διαφυλετικός γάμοςnoun (inter-racial marriage) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mixed marriages were once banned in the southern states of the USA. |
διάφορα μέσαplural noun (combination of art materials) (κατασκευής) In my artworks I use mixed media to depict coastal scenes. |
με διάφορα υλικάnoun as adjective (combining materials) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The artist uses found objects to create mixed-media sculptures. |
με διάφορα μέσαnoun as adjective (advertising: multiple media) (επικοινωνίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The mixed-media campaign includes commercials, print advertising, and a new website |
μικτός αριθμόςnoun (whole number and fraction, decimal) The teacher is explaining how to perform calculations using mixed numbers. |
μεικτό κουιντέτοnoun (group of five classical musicians) They listened to a mixed quintet in London's Hyde Park. |
μεικτό κουιντέτοnoun (classical piece for five musicians) He composed a mixed quintet for strings and woodwind. |
μιγάς, μιγάδαadjective (of parents from different ethnicities) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Barack Obama is the first mixed-race president of the United States. |
ανάμικτα μπαχαρικά, ανάμεικτα μπαχαρικάnoun (condiment: seasoning blend) |
που έχει μπερδευτεί, που έχει ανακατευτείadjective (jumbled, garbled) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I dropped my notes and now they are all mixed up. |
μπερδεμένοςadjective (figurative, informal (person: confused) (συναισθηματικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The experience left me feeling very mixed up. She is a very mixed-up kid. |
μπλέκομαι με κτ/κπverbal expression (informal (become involved with) (αρνητικές καταστάσεις) Brad got mixed up with the wrong crowd in his teenage years and ended up dropping out of school with no qualifications. |
είμαι μπλεγμένος με κτ/κπverbal expression (informal (be involved with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don is mixed up with some very dubious people; I think they might be involved in organized crime. |
μπερδεύωverbal expression (confuse two people or things) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My husband is hopeless at recognizing celebrities—he always manages to get Ed Sheeran mixed up with Prince Harry. |
αντικρουόμενες γνώμες, αντικρουόμενες απόψειςplural noun (variety of contrasting opinions) (έντονη διαφωνία) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mixed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του mixed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.