Τι σημαίνει το media στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης media στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του media στο Αγγλικά.

Η λέξη media στο Αγγλικά σημαίνει μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, μέσα ενημέρωσης, από τα μέσα, από τα ΜΜΕ, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα, ηχηρό εξωθητικό κλειστό, μέσος χιτώνας, μέτριος, μεσαίος, μέσο, καλλιτεχνικό μέσο, μέσο, μέντιουμ, μεσαίος, μέτρια ψημένος, μέτρια, θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα, υδατικό μέσο, ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, φρενίτιδα του Τύπου, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, διαφημιστική εκστρατεία, βιβλιοθήκη, το τσίρκο των ΜΜΕ, κάλυψη από τα ΜΜΕ, κάλυψη από τα μίντια, μέσο μαζικής ενημέρωσης, σχέσεις με τα ΜΜΕ, σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δωμάτιο ψυχαγωγίας, αίθουσα τύπου, σπουδές μέσων ενημέρωσης, διάφορα μέσα, με διάφορα υλικά, με διάφορα μέσα, νέα μέσα, ειδησεογραφικά μέσα, μέση ωτίτιδα, μέση ωτίτιδα με εξίδρωμα, εκκριτική μέση ωτίτιδα, έτνυπα, ο τύπος, ο τύπος, δημοσιογράφος έντυπου τύπου, μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης media

μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, μέσα ενημέρωσης

noun (TV, radio, papers, etc.)

All of the media is covering the story. The media deserve credit for bringing these matters to public attention.
Όλα τα εθνικά μέσα καλύπτουν την υπόθεση.

από τα μέσα, από τα ΜΜΕ, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης

adjective (of such mass media)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a lot of media coverage of this story.
Υπάρχει μεγάλη κάλυψη της υπόθεσης από τα μέσα.

μέσα

plural noun (art: types of medium)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
In this class, we will use three media: paper, leather and canvas.
Στην τάξη θα χρησιμοποιήσουμε τρία διαφορετικά μέσα: χαρτί, δέρμα και καμβά.

ηχηρό εξωθητικό κλειστό

noun (phonetics: voiced plosive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέσος χιτώνας

noun (anatomy: middle layer of artery)

μέτριος, μεσαίος

adjective (average)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is of medium height.
Είναι μέτριου (or: μεσαίου) ύψους.

μέσο

noun (means of communication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
By the medium of television, children see the world.
Με μέσο την τηλεόραση, τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο.

καλλιτεχνικό μέσο

noun (art form, material)

He usually works in the medium of marble or glass.
Συνήθως χρησιμοποιεί το μάρμαρο ή το γυαλί ως καλλιτεχνικό μέσο.

μέσο

noun (art: substance added to paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jessie uses a medium to stop her acrylic paints drying out too quickly.

μέντιουμ

noun (clairvoyant)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The medium claims to be able to speak to dead people.

μεσαίος

noun (size, portion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Which portion would you like: the small, the medium or the large?
Ποια μερίδα θα θέλατε: τη μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη;

μέτρια ψημένος

adjective (steak, etc: still pink inside)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I like my steak medium, but my husband prefers rare.
Μου αρέσει η μπριζόλα μου μέτρια ψημένη, αλλά ο σύζυγός μου την προτιμά ελάχιστα.

μέτρια

adverb (steak, etc.: still pink inside)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I would like my steak to be cooked medium.
Θα ήθελα την μπριζόλα μου μέτρια ψημένη.

θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα

noun (substance for growing cells, etc.) (βιολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All tests were conducted using a nutrient-rich artificial sea-water medium.
Όλα τα τεστ έγιναν με χρήση ενός υψηλού σε θρεπτικά συστατικά τεχνητού υποστρώματος θαλασσινού νερού.

υδατικό μέσο

noun (water-based solution)

The experiment investigates the transformation of molecules in an aqueous medium.

ψηφιακά μέσα επικοινωνίας

plural noun (electronic communications)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φρενίτιδα του Τύπου

noun (figurative (media: aggressive coverage) (μέσα ενημέρωση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας

noun (tv, radio, internet)

The mass media has an enormous influence on politics.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν τεράστια επιρροή στην πολιτική.

διαφημιστική εκστρατεία

noun (organized publicity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Obama's media campaign was a great success.

βιβλιοθήκη

noun (US (library in school) (σε σχολείο, σχολή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το τσίρκο των ΜΜΕ

noun (figurative (excessive news coverage) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some people say it was the media circus that surrounded her which led to Princess Diana's death.

κάλυψη από τα ΜΜΕ, κάλυψη από τα μίντια

noun (news reporting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There will be full media coverage of the upcoming World Cup.

μέσο μαζικής ενημέρωσης

noun (newspaper, TV station, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχέσεις με τα ΜΜΕ, σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης

noun (presenting [sth] positively to the press)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δωμάτιο ψυχαγωγίας

noun (room for movies, music, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Many new houses have luxurious media rooms--they almost look like theaters!

αίθουσα τύπου

noun (news media: press room)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπουδές μέσων ενημέρωσης

noun (university course of study)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάφορα μέσα

plural noun (combination of art materials) (κατασκευής)

In my artworks I use mixed media to depict coastal scenes.

με διάφορα υλικά

noun as adjective (combining materials)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The artist uses found objects to create mixed-media sculptures.

με διάφορα μέσα

noun as adjective (advertising: multiple media) (επικοινωνίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mixed-media campaign includes commercials, print advertising, and a new website

νέα μέσα

noun (developing media types)

ειδησεογραφικά μέσα

plural noun (newspapers, TV, radio, internet)

The news media have a responsibility to be impartial when reporting world events.

μέση ωτίτιδα

(pathology)

μέση ωτίτιδα με εξίδρωμα, εκκριτική μέση ωτίτιδα

noun (fluid in tubes of the ear) (επίσημο: ιατρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτνυπα

plural noun (printed newspapers, etc.)

ο τύπος

noun (print media collectively)

ο τύπος

noun (print media industry)

δημοσιογράφος έντυπου τύπου

noun (writer for newspaper or magazine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Print media journalists are something of a dying breed thanks to the internet.
Οι δημοσιογράφοι του έντυπου τύπου είναι πλέον είδος προς εξαφάνιση εξαιτίας του διαδικτύου.

μέσα κοινωνικής δικτύωσης

noun (communication networks)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Footage of the incident was shared widely on social media.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του media στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του media

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.