Τι σημαίνει το solid στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης solid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του solid στο Αγγλικά.

Η λέξη solid στο Αγγλικά σημαίνει στερεός, στέρεος, συμπαγής, συμπαγής, στερεό, στερεά τροφή, στέρεος, στέρεος, γερός, σταθερός, αξιόπιστος, συμπαγής, γεμάτος, μονόχρωμος, αξιόπιστος, σταθερός, στερεός, εντελώς παγωμένος, στη στεριά, πατώ γερά στα πόδια μου, ημιστερεός, καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός, ξηρά, στεριά, ισχυρό/εμπεριστατωμένο/ατράνταχτο επιχείρημα, στερεά απόβλητα, στερεάς κατάστασης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης solid

στερεός, στέρεος

adjective (not liquid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ice formed a solid mass.
Ο πάγος σχημάτισε μια στερεά μάζα.

συμπαγής

adjective (hard, firm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The miners had to stop digging the shaft when they found themselves faced with solid rock.
Οι ανθρακωρύχοι έπρεπε να σταματήσουν να σκάβουν το φρεάτιο όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με συμπαγή βράχο.

συμπαγής

adjective (entirely of one substance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The table was made of solid oak.
Το τραπέζι ήταν φτιαγμένο από μασίφ βελανιδιά.

στερεό

noun (solid substance)

Wood is a solid.
Το ξύλο είναι στερεό.

στερεά τροφή

plural noun (food: not liquid)

After he broke his jaw, Glenn couldn't eat solids for several weeks.
Όταν έσπασε το σαγόνι του, ο Γκλεν δεν μπορούσε να φάει στερεά τροφή για πολλές εβδομάδες.

στέρεος

adjective (provable) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The journalist did her research well and the article is based on solid facts.

στέρεος, γερός, σταθερός

adjective (well made, sturdy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bookcase was a solid piece of furniture.

αξιόπιστος

adjective (person: dependable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can rely on Linda; she's solid.

συμπαγής

adjective (without holes, intact)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mr Jones tapped on the wall, looking for secret passages, but it was solid.

γεμάτος

adjective (often after noun (without interruption) (καθομ: διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeremy talked for an hour solid. The teenagers had three solid hours of English lessons in the mornings.

μονόχρωμος

adjective (color: not mixed with another)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The T-shirt had a solid band of red running down the centre.

αξιόπιστος

adjective (financially sound) (από οικονομικής άποψης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a solid company; you shouldn't have any concerns about investing in it.

σταθερός

adjective (relationship: stable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Charles and Tamsin have a solid marriage.

στερεός

adjective (with three dimensions) (γεωμετρία: σώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The geometry teacher taught her class the difference between plane figures and solid figures.

εντελώς παγωμένος

adjective (completely frozen)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The lake was frozen solid, so it was safe to go skating.

στη στεριά

expression (on terra firma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a relief to get off the ship and back on solid ground.
Ήταν μεγάλη ανακούφιση να αποβιβάζεται κανείς από το πλοίο και να πατά το πόδι του πάλι στη στεριά.

πατώ γερά στα πόδια μου

expression (figurative (on a firm footing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After a few weeks at her new job, Emily began to feel like she was on solid ground.
Μερικές εβδομάδες μετά την ανάληψη της νέας θέσης της, η Έμιλι άρχισε να νιώθει ότι πατούσε γερά στα πόδια της.

ημιστερεός

adjective (partially solid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός

noun (precious metal: pure 24-carat gold)

Daniel's wedding ring was made of solid gold.

ξηρά, στεριά

noun (terra firma, dry land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the turbulence they had experienced on the flight, the passengers were glad to feel solid ground beneath their feet again.

ισχυρό/εμπεριστατωμένο/ατράνταχτο επιχείρημα

noun (figurative (well founded argument, position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the conversation turned to politics she was on more solid ground.

στερεά απόβλητα

noun (non-liquid refuse)

The solid waste remains in the septic tank and liquids drain off to the soakaway.

στερεάς κατάστασης

adjective (electronic device)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του solid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του solid

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.