Τι σημαίνει το monitor στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης monitor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του monitor στο Αγγλικά.

Η λέξη monitor στο Αγγλικά σημαίνει οθόνη, ενδοεπικοινωνία, παρακολουθώ, επιτηρητής, επιτηρήτρια, σύστημα παρακολούθησης, βαράνος, παρακολουθώ, επιβλέπω, εποπτεύω, βρεφικό μόνιτορ, μαθητής που επιβλέπει τους διαδρόμους του σχολείου, παρακολουθώ την πρόοδο, οθόνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης monitor

οθόνη

noun (computer display)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My computer has a large monitor.
Ο υπολογιστής μου έχει μεγάλη οθόνη.

ενδοεπικοινωνία

noun (observation device) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The baby monitor let them hear the baby in the other room.
Η ενδοεπικοινωνία τούς επέτρεπε να ακούν το μωρό από το διπλανό δωμάτιο.

παρακολουθώ

transitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He monitored the patient's status overnight.
Παρακολουθούσε την κατάσταση του ασθενή όλη τη νύχτα.

επιτηρητής, επιτηρήτρια

noun (person maintaining good conduct)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
When the study hall monitor left for five minutes, the students left their seats.
Όταν ο επιτηρητής (or: επόπτης) της αίθουσας βγήκε έξω για πέντε λεπτά, οι φοιτητές σηκώθηκαν από τις θέσεις τους.

σύστημα παρακολούθησης

noun (detection device)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The monitor sounded an alarm when it detected radiation.
Το σύστημα παρακολούθησης εξέπεμψε συναγερμό μόλις ανίχνευσε ακτινοβολία.

βαράνος

noun (large lizard)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Monitors can often be found around crocodiles.
Συχνά οι βαράνοι βρίσκονται μαζί με τους κροκόδειλους.

παρακολουθώ

transitive verb (listen to a signal, broadcast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government monitors radio broadcasts from North Korea.
Η κυβέρνηση παρακολουθεί τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις από τη Βόρεια Κορέα.

επιβλέπω, εποπτεύω

transitive verb (oversee, supervise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She monitored the elections in Argentina.

βρεφικό μόνιτορ

noun (baby safety device)

μαθητής που επιβλέπει τους διαδρόμους του σχολείου

noun (US (student who supervises corridor)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παρακολουθώ την πρόοδο

verbal expression (keep track of how [sth] is going)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The nurses monitored her progress carefully while she was recovering from the operation.

οθόνη

noun (display screen, cctv screen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shopkeeper could watch all his customers' activities on a video monitor.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του monitor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.