Τι σημαίνει το track στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης track στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του track στο Αγγλικά.

Η λέξη track στο Αγγλικά σημαίνει στίβος, γραμμές, ίχνη, ίχνη, κομμάτι, ακολουθώ τα ίχνη, κυνηγώ, καταδιώκω, παρακολουθώ, παρακολουθώ, διαδρομή, μονοπάτι, κανάλι, κομμάτι, κίνηση, τμήμα, ερπύστρια, μετατρόχιο, δρόμος, λογική, γραμμές, τρέξιμο, σημάδια, τρυπήματα, ταξιδεύω, γράφω, συντονίζομαι με κτ, τοποθετώ, κουβαλάω, αφήνω πατημασιές σε κτ, εντοπίζω, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω, μονοπάτι, πίστα κυνοδρομιών, χνάρι σκύλου, πορεία ταχείας ανάπτυξης, ταχύς, επιταχύνω, επισπεύδω, επιταχύνω, επισπεύδω, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, είμαι στον σωστό δρόμο, ημιερπυστριοφόρο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας, πλεονεκτική θέση, παρακολουθώ, παρακολουθώ, χάνω τα ίχνη του, δεν παρακολουθώ, πίστα αγώνων αυτοκινήτων, μακριά από τουριστικά μέρη, εκτός θέματος, στο σωστό δρόμο, στο σωστό δρόμο, στο σωστό δρόμο για κτ, στο σωστό δρόμο, υπό έλεγχο, μίας γραμμής, κολλημένο μυαλό, ιππόδρομος, σιδηροδρομική γραμμή, στίβος, μονής λωρίδας, στενόμυαλος, μουσική επένδυση, τραγούδι ταινίας, στίβος, του στίβου, αθλητές στίβου, αθλήτριες στίβου, στίβος, σύστημα φανών πάνω σε διαύλους, αγώνισμα στίβου, φόρμα, προηγούμενη επίδοση, κινηματογραφική λήψη κατά την οποία ο χειριστής της κάμερας ακολουθεί το άτομο, αθλητική φόρμα, σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές, ράγες του τραμ, γραμμές του τραμ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης track

στίβος

noun (racing circuit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Are you going to the track on Saturday to see the race?
Θα πας στο στίβο το Σάββατο να δεις τον αγώνα;

γραμμές

noun (railway line)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The train tracks pass close to their house.
Οι γραμμές του τρένου περνάνε κοντά από το σπίτι τους.

ίχνη

plural noun (footprints)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They came by this way - look, you can see their tracks.
Ήρθαν από εδώ - κοίτα, μπορείς να δεις τα ίχνη τους.

ίχνη

plural noun (imprints, marks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There were tyre tracks in the mud.
Υπήρχαν ίχνη από λάστιχα στη λάσπη.

κομμάτι

noun (piece of recorded music, song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hit song was the third track on the CD.
Το επιτυχημένο τραγούδι ήταν το τρίτο κομμάτι στο cd.

ακολουθώ τα ίχνη

transitive verb (follow, hunt: an animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The natives can track an animal for miles.

κυνηγώ, καταδιώκω

transitive verb (figurative (hunt: person)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective had been tracking the criminal for months.

παρακολουθώ

transitive verb (monitor route of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you order from this website, you can track the shipment online.

παρακολουθώ

transitive verb (monitor the progress of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher tracked the student's progress.
Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή.

διαδρομή

noun (route of a race)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The track of the bike race passed through the town.

μονοπάτι

noun (path)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a track through the woods to the lake.

κανάλι

noun (recording track on a cassette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Years ago, people used to listen to eight track tapes.

κομμάτι

noun (one instrument on a song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The producer mixed in the drum track with the guitar track.

κίνηση

noun (US (line of movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you are not sure of the dance steps, just follow my track.

τμήμα

noun (US (educational stream)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He is on the accelerated learning track at his school.
Παρακολουθεί το εντατικό τμήμα στο σχολείο του.

ερπύστρια

noun (caterpillar track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tank track came off in the explosion.

μετατρόχιο

noun (distance between wheels)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the track between the wheels on this car?

δρόμος

noun (figurative, informal (course of action) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I think he is on the wrong track by trying to get a job in advertising.

λογική

noun (figurative (line of reasoning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I know it's difficult to understand, but do you follow my track?

γραμμές

noun (rail)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The rollercoaster's track twists and turns.

τρέξιμο

noun (sport: running)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He went out for track in college.

σημάδια, τρυπήματα

plural noun (slang (drug use: needle marks) (από χρήση ναρκωτικών)

You can tell by the tracks on the man's arms that he is a drug addict.

ταξιδεύω

intransitive verb (US (travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We tracked through the mountains of West Virginia.

γράφω

intransitive verb (US (cinema: camera movement) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The director shouted at everyone, while the cameraman kept tracking.

συντονίζομαι με κτ

intransitive verb (coordinate with other wheels)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This back wheel isn't tracking with the other three.
Ο οπίσθιος τροχός δεν συντονίζεται με τους υπόλοιπους τρεις.

τοποθετώ

transitive verb (US (education: stream)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was tracked into the accelerated learning programme.

κουβαλάω

transitive verb (spread: mud) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now you have tracked mud on the new carpet!

αφήνω πατημασιές σε κτ

transitive verb (US (dirty: an area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look! You have tracked the whole house which I have just cleaned!

εντοπίζω

transitive verb (trace: phone calls, caller)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detectives were not able to track the caller.

εντοπίζω

phrasal verb, transitive, separable (locate, hunt for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The posse used bloodhounds to track down the fugitive.

βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (find)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll see if I can track down that recipe for you.
Θα δω αν μπορώ να σου βρω τη συνταγή.

μονοπάτι

noun (well-trodden path or route)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If we wander off the beaten track, we'll probably get lost.

πίστα κυνοδρομιών

noun (racing circuit for dogs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χνάρι σκύλου

noun (dog's paw print)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You should have left him outside - now there are dog tracks all over my nice clean floor!

πορεία ταχείας ανάπτυξης

noun (figurative (route to rapid advancement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταχύς

noun as adjective (figurative (accelerated or privileged)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιταχύνω, επισπεύδω

transitive verb (speed the progress of) (την πορεία κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιταχύνω, επισπεύδω

transitive verb (speed the progress of) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His father put pressure on them to fast-track his application.
Ο πατέρας τους πίεσε να επιταχύνουν (or: επισπεύσουν) την αίτηση του γιου του.

ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα

verbal expression (figurative, informal (regain focus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι στον σωστό δρόμο

verbal expression (figurative, informal (pursue correct path)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My coach has a program to help me get on track for the Olympics.

ημιερπυστριοφόρο

noun (vehicle)

A half-track is a cross between a tank and a road vehicle.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (point marked on hard disk drive)

The index mark indicates the starting point of a track on a hard drive.

εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας

noun (literal (inside lane of a racecourse) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλεονεκτική θέση

noun (figurative (fast track, position of advantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρακολουθώ

intransitive verb (note or record progress) (πρόοδο, εξέλιξη, πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Write down what you've achieved each day, as it's important to keep track.
Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου.

παρακολουθώ

transitive verb (monitor, maintain record of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My daughter emails me every day so I can keep track of her movements. You should keep track of your expenses so that you know how much money you have left.
Η κόρη μου μού στέλνει μηνύματα κάθε μέρα κι έτσι μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Θα έπρεπε να παρακολουθείς (or: να καταγράφεις) τα έξοδα σου, ώστε να γνωρίζεις πόσα χρήματα σου απομένουν.

χάνω τα ίχνη του

intransitive verb (fail to note progress of [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She lost track of the time so was late for her meeting.

δεν παρακολουθώ

verbal expression (not keep up to date with [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was late because I lost track of time.

πίστα αγώνων αυτοκινήτων

noun (sports circuit for racing vehicles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μακριά από τουριστικά μέρη

expression (away from tourist routes)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We prefer to eat with the locals in small restaurants off the beaten track.

εκτός θέματος

expression (figurative (not on expected path)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our discussion seems to have gone off track; let's get back to the main subject.

στο σωστό δρόμο

expression (following the correct path) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο σωστό δρόμο

expression (figurative (not mistaken or misled) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After failing her class last semester, she got back on the right track and passed this semester.

στο σωστό δρόμο για κτ

(figurative, informal (heading for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο σωστό δρόμο

expression (figurative, informal (following correct path or schedule) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I use an app to keep all my projects on track.

υπό έλεγχο

adverb (figurative, informal (as planned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μίας γραμμής

adjective (having only one track)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλημένο μυαλό

noun (figurative, informal (mental focus on one thing only)

ιππόδρομος

noun (circuit for horse or motor racing) (άλογα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're going to the racetrack to practice driving.

σιδηροδρομική γραμμή

noun (US (railway line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στίβος

noun (athletic circuit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The length of the running track is 400m.

μονής λωρίδας

adjective (road, railway) (δρόμος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στενόμυαλος

adjective (figurative (having narrow scope) (προκαταλήψεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That man has a single-track mind; all he ever thinks about is work.
Αυτός ο άντρας είναι κολλημένος, το μόνο που σκέφτεται είναι η δουλειά του.

μουσική επένδυση

noun (music of a film)

The soundtrack featured a lot of 1960s music.
Η μουσική επένδυση της ταινίας περιελάμβανε πολλή μουσική του '60.

τραγούδι ταινίας

noun (audio track of a film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soundtrack was terrible but luckily there were subtitles.
Το τραγούδι της ταινίας ήταν τρομερά κακό, αλλά ευτυχώς υπήρχαν υπότιτλοι.

στίβος

noun (athletics events: running, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Talia is good at most sports, but she really excels at track and field.

του στίβου

noun as adjective (relating to athletics events)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Discus is a track and field event.
Ο δίσκος είναι αγώνισμα του στίβου.

αθλητές στίβου, αθλήτριες στίβου

plural noun (participants in athletic events)

Track-and-field athletes include runners, sprinters, and pole vaulters.

στίβος

plural noun (athletics events: running, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύστημα φανών πάνω σε διαύλους

noun (light fixture: electrified track)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγώνισμα στίβου

noun (athletics event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My daughter won first place at the high school track meet in the 50 yard dash.

φόρμα

plural noun (athlete's long tracksuit trousers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προηγούμενη επίδοση

noun (figurative, informal (previous performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This employee has a great track record of finishing work on time.
Αυτός ο υπάλληλος έχει άριστο ιστορικό όσον αφορά την έγκαιρη ολοκλήρωση της δουλειάς του.

κινηματογραφική λήψη κατά την οποία ο χειριστής της κάμερας ακολουθεί το άτομο

noun (movie industry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αθλητική φόρμα

noun (athlete's trouser suit)

The members of the gymnastics team wore matching tracksuits and hair ribbons.
Τα μέλη της ομάδας ενόργανης γυμναστικής φορούσαν ασορτί αθλητικές φόρμες και κορδέλες στα μαλλιά.

σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές

noun (rails of a railway)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ράγες του τραμ, γραμμές του τραμ

noun (UK (tramway rails)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του track στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του track

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.