Τι σημαίνει το necesario στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης necesario στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του necesario στο ισπανικά.

Η λέξη necesario στο ισπανικά σημαίνει απαραίτητος, αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαίος, απαραίτητα, υποχρεωτικός, απαιτούμενος, απαραίτητος, αναγκαίος, απαραίτητος, απαραίτητος, αναγκαίος, προαπαιτούμενος, ζωτικής σημασίας, κρίσιμης σημασίας, απαιτούμενος, άμεση ανάγκη, εξουσιοδοτημένος, περιττός, επουσιώδης, είναι απαραίτητο, είναι απαραίτητο να, αν χρειαστεί, στην ανάγκη, μόνο αν είναι απαραίτητο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, κατά περίσταση, είναι αυτονόητο, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, υπέρμετρη στελέχωση, απαραίτητη προϋπόθεση, τα πάντα, το λιγότερο δυνατό, κάνω τα απαραίτητα, επιβάλλεται, απαιτώ, επιβάλλω, προβλέπω για, φροντίζω για, απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης, επιβάλλεται, είδος πρώτης ανάγκης, αν χρειάζεται, αν απαιτείται, τα απαραίτητα, ότι είναι απαραίτητο, αναγκαίο κακό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης necesario

απαραίτητος, αναγκαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es necesario que complete este formulario primero.
Πρέπει (or: Απαιτείται) να συμπληρώσετε πρώτα αυτήν τη φόρμα.

απαραίτητος, αναγκαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si vendes tu casa, será necesario que consigas otro lugar donde vivir.
Αν πουλήσεις το σπίτι, θα πρέπει να βρεις κάπου αλλού να μείνεις.

απαραίτητα

Tenemos todo lo básico para el viaje.
Έχουμε όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι.

υποχρεωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Para entrar es necesario llevar camisa y zapatos.

απαιτούμενος

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Nadie trajo la información necesaria, así que se pospuso la reunión.
Δεν έφερε κανείς τις απαιτούμενες (or: απαραίτητες) πληροφορίες και έτσι το μίτινγκ αναβλήθηκε.

απαραίτητος, αναγκαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαραίτητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No teníamos todos los ingredientes necesarios para hacer la receta.
Δεν είχαμε όλα τα απαραίτητα υλικά για την συνταγή.

απαραίτητος, αναγκαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo que me gusta de nuestra relación es que él de verdad me hace sentir necesaria.
Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία).

προαπαιτούμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es necesario tener conocimiento de física para hacer este curso.
Οι γνώσεις φυσικής είναι προαπαιτούμενες για αυτό το μάθημα.

ζωτικής σημασίας, κρίσιμης σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La estudiante pidió a la biblioteca que encargara el libro, pues era vital para escribir el ensayo.
Η φοιτήτρια ζήτησε από τη βιβλιοθήκη να παραγγείλει το βιβλίο, καθώς ήταν ζωτικής σημασίας για την εργασία της.

απαιτούμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Me pregunto si tiene las destrezas requeridas para este trabajo.
Αναρωτιέμαι, έχει άραγε τις αναγκαίες (or: απαραίτητες) δεξιότητες για τη δουλειά;

άμεση ανάγκη

Amputar la pierna del paciente era una necesidad.
Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη.

εξουσιοδοτημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El representante requerido del difunto es el ejecutor.

περιττός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La habitación tenía ropa de cama extra pero era innecesaria.
Το δωμάτιο είχε επιπλέον κλινοσκεπάσματα, αλλά ήταν περιττά.

επουσιώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είναι απαραίτητο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No creo que sea necesario reservar con tanta antelación.

είναι απαραίτητο να

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es necesario comprar los boletos con anticipación.

αν χρειαστεί

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me quedaré hasta tarde si es necesario.

στην ανάγκη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si no hay más remedio, podemos meter una persona más en el auto.

μόνο αν είναι απαραίτητο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes tomar los analgésicos solo cuando sea necesario.

όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aplique el ungüento a la herida según lo necesario.

κατά περίσταση

locución adverbial

είναι αυτονόητο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Siempre te ves hermosa, no es necesario decirlo.

κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπέρμετρη στελέχωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απαραίτητη προϋπόθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presencia de oxígeno es un requisito necesario para la vida humana.

τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tenemos que hacer lo imposible para evitar el calentamiento global.

το λιγότερο δυνατό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω τα απαραίτητα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo sé que no quieres ponerla en un asilo, pero tienes que hacer lo que es necesario.

επιβάλλεται

locución verbal

Como no paraba de sangrar fue necesario ir al hospital.

απαιτώ, επιβάλλω

locución verbal (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los huéspedes extras hicieron necesaria la utilización de dos coches.

προβλέπω για, φροντίζω για

locución verbal

Hay que proporcionar lo necesario para la casa, estaremos varios días sin poder salir a comprar.

απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης

(για κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una atmósfera con oxígeno es esencial para la preservación de la vida humana.
Μια ατμόσφαιρα που περιέχει οξυγόνο είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής.

επιβάλλεται

locución verbal (πρέπει)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)

είδος πρώτης ανάγκης

(απολύτως απαραίτητο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Karen fue a la tienda a comprar algunas cosas que necesitaba.
Η Κάρεν πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει κάποια είδη πρώτης ανάγκης.

αν χρειάζεται, αν απαιτείται

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα απαραίτητα

locución nominal masculina (χρήματα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ότι είναι απαραίτητο

locución nominal masculina (ενέργειες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναγκαίο κακό

locución nominal masculina

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του necesario στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του necesario

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.