Τι σημαίνει το necesidad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης necesidad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του necesidad στο ισπανικά.

Η λέξη necesidad στο ισπανικά σημαίνει ανάγκη, ανάγκη, ανέχεια, φτώχεια, αναγκαιότητα, ανάγκη, αναγκαίο κακό, άμεση ανάγκη, απαραίτητη προϋπόθεση, λόγος, επιβάλλεται, ορμή, συναισθηματική εξάρτηση, ανάγκη, υποχρέωση, ανέχεια, φτώχεια, ανάγκη για κτ, το ότι κτ είναι άχρηστο, αν χρειαστεί, αναγκαστικά, κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά, μόνο αν είναι απαραίτητο, από ανάγκη, κατ' ανάγκη, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, επείγουσα ανάγκη, ώρα ανάγκης, η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται, τα βασικά, ανώφελα, αχρείαστα, άσκοπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης necesidad

ανάγκη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El sentimiento de pertenencia es una necesidad humana básica.
Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη.

ανάγκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por favor ayúdanos en este momento de necesidad.
Βοηθήστε μας σε αυτή την ώρα ανάγκης.

ανέχεια, φτώχεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναγκαιότητα, ανάγκη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tribunal militar juzgó la necesidad de las acciones del soldado.
Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη.

αναγκαίο κακό

(για κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El presidente parece tener la extraña necesidad de mentir incluso cuando le conviene decir la verdad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος.

άμεση ανάγκη

Amputar la pierna del paciente era una necesidad.
Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη.

απαραίτητη προϋπόθεση

Un buen conocimiento de la gramática es una necesidad para este trabajo.
Η καλή γνώση της γραμματικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση σ' αυτή τη δουλειά.

λόγος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No hay necesidad de llorar por algo así. Estaba de broma.

επιβάλλεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Hoy en día tener un ordenador es una necesidad.
Σήμερα είναι must να έχεις ηλεκτρονικό υπολογιστή.

ορμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando Roberto lee informes sobre gente que sufre, tiene deseos de ayudarlos.
Όταν ο Ρόμπερτ διαβάζει ρεπορτάζ για ανθρώπους που υποφέρουν, νιώθει μια έντονη επιθυμία να τους βοηθήσει.

συναισθηματική εξάρτηση

(emocional)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rompí con mi novio por su dependencia.

ανάγκη, υποχρέωση

(καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Entender de fútbol americano es indispensable si vives en Estados Unidos.
Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ.

ανέχεια, φτώχεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La familia vivió en la pobreza durante años.

ανάγκη για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No hay necesidad de usar ese tipo de lenguaje.
Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουν ανάγκη από καθαρό μυαλό.

το ότι κτ είναι άχρηστο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν χρειαστεί

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναγκαστικά

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por necesidad, comemos muchos frijoles y poca carne.

κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los sobrevivientes del accidente se volvieron caníbales por necesidad.

μόνο αν είναι απαραίτητο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes tomar los analgésicos solo en caso de necesidad.

από ανάγκη, κατ' ανάγκη

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo tuve que hacer por necesidad, pero me hizo sentir muy mal.

δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La libertad frente a la necesidad parece ser inalcanzable para para muchos pobres de este mundo.

επείγουσα ανάγκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reforma política es una necesidad urgente.

ώρα ανάγκης

expresión

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Puedes contar con un buen amigo en un momento de necesidad.

η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se dice que la necesidad agudiza el ingenio.

τα βασικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es bueno tener la alacena llena de alimentos básicos.
Είναι καλή ιδέα εξασφαλίζεις πως το κελάρι σου είναι εφοδιασμένο με τα βασικά.

ανώφελα, αχρείαστα, άσκοπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του necesidad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του necesidad

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.