Τι σημαίνει το nuclear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nuclear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nuclear στο Αγγλικά.

Η λέξη nuclear στο Αγγλικά σημαίνει πυρηνικός, ατομικός, πυρηνικός, ατομικός, πυρηνικός, πυρηνικός, ατομικός, ατομική ενέργεια, μη πυρηνικός, μη ατομικός, μη πυρηνικός, μη ατομικός, ατομική βόμβα, πυρηνική συσκευή, πυρηνική ενέργεια, πυρηνικός μηχανικός, πυρηνική μεβράνη, ατομική βόμβα, πυρηνική οικογένεια, πυρηνική σύντηξη, πυρηνική κατάρρευση, πυρηνικός φυσικός, πυρηνική φυσική, πυρηνική ενέργεια, εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνοκίνητο υποβρύχιο, πυρηνικός πόλεμος, πυρηνική εκρηκτική κεφαλή, πυρηνικά απόβλητα, πυρηνικά όπλα, πυρηνικός, πυρηνοκίνητο υποβρύχιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nuclear

πυρηνικός, ατομικός

adjective (relating to atomic energy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A lot of countries have now abandoned plans for nuclear plants.
Πολλές χώρες έχουν πλέον εγκαταλείψει τα σχέδια για πυρηνικά εργοστάσια.

πυρηνικός, ατομικός

adjective (relating to nuclear weapons) (σχετικός με πυρηνικά όπλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How many countries now have nuclear capability?

πυρηνικός

adjective (having atomic weapons)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All nuclear nations oppose the further development of weapons.
Όλες οι πυρηνικές χώρες αντιτίθενται στην περαιτέρω εξάπλωση των όπλων.

πυρηνικός, ατομικός

adjective (physics: atomic) (φυσική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The device can detect changes at the nuclear level.
Η συσκευή μπορεί να εντοπίσει αλλαγές σε ατομικό επίπεδο.

ατομική ενέργεια

noun (nuclear energy as a power source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Atomic energy is non-renewable but it does not produce carbon dioxide.

μη πυρηνικός, μη ατομικός

adjective (not involving nuclear power) (ατομική ενέργεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη πυρηνικός, μη ατομικός

adjective (weapons: not atomic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατομική βόμβα

noun (atomic explosive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During World War II, the United States dropped two nuclear bombs on Japan.

πυρηνική συσκευή

noun (radioactive weapon) (πολεμικός εξοπλισμός)

πυρηνική ενέργεια

noun (atomic power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuclear energy was falsely demonized in the United States during the 1970's.

πυρηνικός μηχανικός

noun (of subatomic physics)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πυρηνική μεβράνη

noun (science: cell membrane) (επιστήμες)

ατομική βόμβα

noun (atomic bomb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Iran is attempting to build a nuclear explosive.

πυρηνική οικογένεια

noun (parents and children)

A nuclear family means two parents and their children.
Πυρηνική οικογένεια είναι οι δύο γονείς και τα παιδιά τους.

πυρηνική σύντηξη

noun (fusing atoms for energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuclear fusion is more difficult and expensive to achieve than nuclear fission.
Η πυρηνική σύντηξη είναι πιο δύσκολη και πιο ακριβή στην επίτευξή της απ' ότι η πυρηνική σχάση.

πυρηνική κατάρρευση

noun (serious atomic reactor accident) (ατύχημα)

πυρηνικός φυσικός

noun (scientist who studies atomic power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνική φυσική

noun (science of atomic power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνική ενέργεια

noun (atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuclear power is another alternative energy source to consider.

εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας

noun (factory that generates atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνικός αντιδραστήρας

noun (device that generates atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνοκίνητο υποβρύχιο

noun (undersea vessel powered by atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sailors on nuclear submarines are often out at sea for many months.

πυρηνικός πόλεμος

noun (involving nuclear weapons)

πυρηνική εκρηκτική κεφαλή

noun (missile head of an atomic bomb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνικά απόβλητα

noun (unwanted radioactive by-product)

πυρηνικά όπλα

plural noun (atomic bombs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuclear weapons were built up by both Soviet and US Governments during the Arms Race.

πυρηνικός

adjective (powered by atomic energy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πυρηνοκίνητο υποβρύχιο

noun (undersea vessel powered by atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nuclear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nuclear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.