Τι σημαίνει το organic στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης organic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του organic στο Αγγλικά.

Η λέξη organic στο Αγγλικά σημαίνει βιολογικός, βιολογικός, οργανικός, φυσικός, χημικός, οργανική χημεία, γεωργός που χρησιμοποιεί βιολογικές μεθόδους, αγρότης που χρησιμοποιεί βιολογικές μεθόδους, βιολογικό τρόφιμο, οργανική ύλη, οργανική φύση, αργή ανάπτυξη, βιολογικά προϊόντα, οργανική διάρθρωση, οργανική διάρθρωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης organic

βιολογικός

adjective (food, farming: without chemicals) (τροφή, καλλιέργεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's more and more organic produce in the supermarket now.
Διατίθενται όλο και περισσότερα βιολογικά προϊόντα στα σούπερ-μάρκετ σήμερα.

βιολογικός

adjective (of living organisms)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soil needs more organic matter added to it.
Πρέπει να προστεθεί περισσότερη οργανική ύλη στο χώμα.

οργανικός

adjective (system: unified) (σύστημα: ενοποιημένο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The four-year curriculum forms an organic whole.
Το τετραετές πρόγραμμα σπουδών αποτελεί ένα οργανικό σύνολο.

φυσικός

adjective (flowing, natural)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Becoming a sculptor was an organic development from carpentry for him.
Το να γίνει γλύπτης ήταν μια φυσική εξέλιξη της ξυλουργικής.

χημικός

noun ([sb] who studies carbon-based life)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The knowledge of an organic chemist is becoming more in demand.

οργανική χημεία

noun (science of carbon-based life)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I worked very hard in class, but still got only a C in organic chemistry.

γεωργός που χρησιμοποιεί βιολογικές μεθόδους, αγρότης που χρησιμοποιεί βιολογικές μεθόδους

noun (food producer using natural methods)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The organic farmer grows his strawberries without chemicals or artificial fertilizers.

βιολογικό τρόφιμο

noun (food produced by natural methods)

Jeremy decided to start eating only organic food.

οργανική ύλη

noun (material from living thing)

I recycle organic matter to make garden compost. Decomposers, like maggots, eat dead organic matter.
Ανακυκλώνω την οργανική ύλη για να φτιάξω λίπασμα για τον κήπο. Oι αποδομητές, όπως τα σκουλήκια, τρέφονατι με νεκρή οργανική ύλη.

οργανική φύση

noun (literal (fact of being carbon-based)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All living things are of an organic nature; that is, they contain carbon.

αργή ανάπτυξη

noun (figurative (fact of developing slowly, naturally) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιολογικά προϊόντα

plural noun (goods with only natural ingredients)

οργανική διάρθρωση

noun (whole system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οργανική διάρθρωση

noun (system evolved without a plan)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του organic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του organic

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.