Τι σημαίνει το organized στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης organized στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του organized στο Αγγλικά.

Η λέξη organized στο Αγγλικά σημαίνει οργανωμένος, οργανωμένος, θεσμοποιημένος, οργανωμένος, διοργανώνω, οργανώνω, συντονίζω, οργανώνω, τακτοποιώ, οργανώνομαι, οργανώνω, συστήνω, οργανώνω, οργανωμένο έγκλημα, εργατικό σωματείο, καλά οργανωμένος, καλά σχεδιασμένος, τακτοποιημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης organized

οργανωμένος

adjective (person: efficient)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She's very organized: I think she'd make a good manager.
Είναι πολύ οργανωμένη. Νομίζω πως θα γινόταν καλή μάνατζερ.

οργανωμένος

adjective (objects: in order)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nothing was ever organized in his study.
Τίποτα δεν ήταν ποτέ οργανωμένο στο γραφείο του.

θεσμοποιημένος

adjective (religion: institutionalized) (επίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Organized religions emphasize group worship and activity.
Οι θεσμοποιημένες θρησκείες δίνουν έμφαση στην ομαδική λατρεία και δραστηριότητα.

οργανωμένος

adjective (crime: structured) (έγκλημα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Organized gangs moved into the area after the war.
Το οργανωμένο έγκλημα μεταφέρθηκε στην περιοχή μετά τον πόλεμο.

διοργανώνω

transitive verb (event: arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill is organising Ellen's fiftieth birthday party. Vanessa is organizing the company's AGM.
Ο Μπιλ σχεδιάζει το πάρτι γενεθλίων για τα 50 χρόνια της Έλεν. Η Βανέσσα οργανώνει την ετήσια γενική συνέλευση της εταιρείας.

οργανώνω, συντονίζω

transitive verb (people: co-ordinate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tour guide organises her group before setting off.
Η ξεναγός συντονίζει το γκρουπ της πριν την αναχώρηση.

οργανώνω, τακτοποιώ

transitive verb (tidy, put [sth] in order)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucas is organizing his books.
Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του.

οργανώνομαι

intransitive verb (form a trade union)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The workforce organized.

οργανώνω, συστήνω

transitive verb (form a group)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carl is organizing a committee to look at cost efficiency within the company.

οργανώνω

transitive verb (enlist in a trade union) (σε σωματείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Union reps organised the workforce.

οργανωμένο έγκλημα

noun (crime by groups)

Illegal drugs are often brought into the country by organized crime.

εργατικό σωματείο

noun (workers belonging to a union)

Economists have long debated the impact of organized labour on workplace productivity.

καλά οργανωμένος, καλά σχεδιασμένος

adjective (event, etc.: coordinated efficiently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τακτοποιημένος

adjective (objects: tidy, in order)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του organized στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του organized

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.