Τι σημαίνει το organ στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης organ στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του organ στο Αγγλικά.

Η λέξη organ στο Αγγλικά σημαίνει εκκλησιαστικό όργανο, όργανο, μέσο διάδοσης, όργανο ατμού σε τσίρκο, φυσαρμόνικα, εσωτερικό όργανο, φυσαρμόνικα, δωρεά οργάνων, κάρτα δωρητή οργάνων, δωρητής οργάνων, δωρήτρια οργάνων, λατερνατζής, αυτός που κινεί τα νήματα, αυλός οργάνου, ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου, μεταμόσχευση οργάνου, εκκλησιαστικό όργανο, αισθητήριο όργανο, ζωτικό όργανο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης organ

εκκλησιαστικό όργανο

noun (music: keyboard instrument) (μουσικό όργανο)

The theatre has a great old organ that's rarely used.
Το θέατρο έχει ένα μεγάλο παλιό εκκλησιαστικό όργανο που χρησιμοποιείται σπάνια.

όργανο

noun (body part) (σώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Are you going to donate your organs after death?
Θα δωρίσεις τα όργανά σου μετά θάνατον;

μέσο διάδοσης

noun (figurative (mouthpiece)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The paper serves as an organ for socialist opinion.
Αυτή η εφημερίδα χρησιμεύει ως όργανο διάδοσης των σοσιαλιστικών απόψεων.

όργανο ατμού σε τσίρκο

noun (US (musical instrument) (μουσικό όργανο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

φυσαρμόνικα

noun (musical instrument)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A man stood on the corner, playing a blues tune on a harmonica.

εσωτερικό όργανο

noun (part inside the body)

φυσαρμόνικα

noun (musical instrument: harmonica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωρεά οργάνων

noun (pledging body parts after death)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Organ donation can save many people's lives.

κάρτα δωρητή οργάνων

noun (body parts after death)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I carry an organ donation card permitting the use of any part of my body after my death.

δωρητής οργάνων, δωρήτρια οργάνων

noun (person who donates organs)

Being an organ donor means you can help others after your death.

λατερνατζής

noun (literal (musician who plays hurdy-gurdy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The organ grinder was wearing a very shabby old coat.

αυτός που κινεί τα νήματα

noun (figurative ([sb] who is controlling [sb] else)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't ask me, my wife's the organ grinder - I'm just the monkey!

αυλός οργάνου

noun (part of pipe organ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου

noun (concert of pipe-organ music)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to an organ recital in the chapel this evening.

μεταμόσχευση οργάνου

noun (surgical procedure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκκλησιαστικό όργανο

noun (large keyboard instrument)

αισθητήριο όργανο

noun (often plural (anatomy: part sensitive to stimuli)

ζωτικό όργανο

noun (organ required for life)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του organ στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του organ

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.