Τι σημαίνει το página στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης página στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του página στο πορτογαλικά.

Η λέξη página στο πορτογαλικά σημαίνει σελίδα, σελίδα, κεφάλαιο, ενότητα, ολοσέλιδος, Γυρίστε στην επόμενη σελίδα, σελιδοδείκτης, δικτυακός τόπος, κεντρικό σαλόνι με επιπλέον πτυχές που διπλώνουν προς τα μέσα, αρχική σελίδα, ιστοσελίδα, δεύτερη ευκαιρία, κεντρική σελίδα, ιστοσελίδα, λευκή κόλλα, τσακισμένη σελίδα, κυλάω τον δρομέα, ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω, άπειρος, πρωτοσέλιδο, κάνω στροφή 180 μοιρών, τσακίζω, αρχική σελίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης página

σελίδα

substantivo feminino (folha de um livro, jornal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela virou as páginas da revista.
Γυρνούσε τις σελίδες του περιοδικού της.

σελίδα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A frase parou na parte inferior da página e foi continuada no outro lado.
Στο κάτω μέρος της σελίδας, η πρόταση σταματούσε και συνεχιζόταν στην άλλη πλευρά.

κεφάλαιο

substantivo feminino (episódio) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενότητα

substantivo feminino (jornal, revista: seção permanente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A página de problemas é a minha parte favorita da revista.

ολοσέλιδος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Γυρίστε στην επόμενη σελίδα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σελιδοδείκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δικτυακός τόπος

(internet)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Muitos anúncios de TV hoje em dia convidam os espectadores a visitarem o site da empresa.
Σήμερα, πολλές τηλεοπτικές διαφημίσεις καλούν τους τηλεθεατές να επισκεφθούν την ιστοσελίδα της διαφημιζόμενης επιχείρησης.

κεντρικό σαλόνι με επιπλέον πτυχές που διπλώνουν προς τα μέσα

(duma revista) (σε περιοδικό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αρχική σελίδα

(internet) (μτφ, διαδίκτυο)

ιστοσελίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεύτερη ευκαιρία

(chance de recomeçar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muitas pessoas veem o começo de um novo ano como uma página em branco; uma chance de deixar os insucessos para trás e começar de novo.

κεντρική σελίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιστοσελίδα

(documento de internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκή κόλλα

substantivo feminino

τσακισμένη σελίδα

expressão (σε βιβλίο)

κυλάω τον δρομέα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gareth ainda estava rolando a página, tentando encontrar a informação pela qual procurava.
Ο Γκάρεθ εξακολουθούσε να σκρολάρει, προσπαθώντας να βρει τις πληροφορίες που έψαχνε.

ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω

(computação) (Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άπειρος

(pessoa sem experiência)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A criança é uma página em branco (or: tabula rasa); ela ainda tem tanto para aprender.
Αυτό το κορίτσι είναι άπειρο, πρέπει να μάθει τα πάντα.

πρωτοσέλιδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο σεισμός είναι η κυριότερη (or: σημαντικότερη) είδηση της ημέρας.

κάνω στροφή 180 μοιρών

locução verbal (informal, entrar numa nova fase) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσακίζω

expressão verbal (σελίδα σε βιβλίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρχική σελίδα

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ao clicar na 'página inicial', uma nova janela aparece.
Όταν κάνεις κλικ στην αρχική σελίδα εμφανίζεται ένα νέο παράθυρο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του página στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.