Τι σημαίνει το pagamento στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pagamento στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pagamento στο πορτογαλικά.

Η λέξη pagamento στο πορτογαλικά σημαίνει πληρωμή, πληρωμή, υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό, μισθός, αντίτιμο, αμοιβή, πληρωμή, εκταμίευση, δαπάνη, πληρωμή, εξόφληση, επιταγή, λύτρα, μισθολόγιο, ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας, προπληρωμή, ανεπαρκής αμοιβή, εκβιάζω με την απειλή της εξαγοράς, μη καταβολή επιδόματος διατροφής, προκαταβολή, πληρωμή σε είδος, πληρωμή τοις μετρητοίς, επίδομα απόδοσης/παραγωγικότητας, εφάπαξ πληρωμή, μηνιαία δόση, πληρωμή, ταχυδρομικό έμβασμα, τελική δόση, κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους, πληρωμή μερίσματος, ωρομίσθιο, αποδεικτικό καταβολής μισθοδοσίας, ημερομηνία διακανονισμού, ολική αποπληρωμή, πλήρης εξόφληση, φορτωτική, δομημένος διακανονισμός, επίδομα άδειας, μετρητά, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, τριμηνιαία πληρωμή, πληρωμή κάθε τρίμηνο, ποσό αποζημίωσης, προκαταβολικές χρεώσεις, απαιτώ πληρωμή, ανεπαρκής αμοιβή, μεικτό ποσό που πληρώνει ο εργοδότης, εφάπαξ, μισθοδοσία, τέλος χρήσης προβλήτας, εντολή πληρωμής, επιταγή, πληρωμές, ο πρώτος μισθός, τίτλος με εξόφληση εφάπαξ κατά τη λήξη του, αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του, αντικαταβολή, γίνομαι απαιτητός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pagamento

πληρωμή

substantivo masculino (dinheiro pago)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seu pagamento deve ser realizado até a data de vencimento.
Η πληρωμή σας πρέπει να φτάσει σε εμάς εντός της προθεσμίας πληρωμής.

πληρωμή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O pagamento pode ser feito por cheque ou por ordem permanente.
Η καταβολή των χρημάτων μπορεί να γίνει με επιταγή ή με πάγια εντολή.

υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό

substantivo masculino (quantia para)

μισθός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O pagamento nesta empresa é muito bom.

αντίτιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αμοιβή, πληρωμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tudo que a maioria das pessoas quer é um trabalho que pague um salário decente.
Το μόνο που θέλουν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μια δουλειά με έναν αξιοπρεπή μισθό.

εκταμίευση, δαπάνη, πληρωμή, εξόφληση

(οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιταγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λύτρα

(pagamento exigido por um refém)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μισθολόγιο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Meredith pediu para Peter verificar a folha de pagamento para ver se o jovem realmente era um de seus empregados.
Η Μέρεντιθ ζήτησε από τον Πήτερ να δει το μισθολόγιο για να εξακριβώσουν αν ο νεαρός ήταν ότως ένας από τους υπαλλήλους τους.

ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας

(dos salários)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προπληρωμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεπαρκής αμοιβή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκβιάζω με την απειλή της εξαγοράς

(finanças) (επιχειρήσεις)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μη καταβολή επιδόματος διατροφής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προκαταβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πληρωμή σε είδος

(reembolsar com algo similar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληρωμή τοις μετρητοίς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίδομα απόδοσης/παραγωγικότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εφάπαξ πληρωμή

(finanças)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μηνιαία δόση, πληρωμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταχυδρομικό έμβασμα

(cheque emitido nos correios)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελική δόση

(pagamento extraordinário, empréstimo) (διακανονισμός)

κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους

(finanças)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληρωμή μερίσματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ωρομίσθιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποδεικτικό καταβολής μισθοδοσίας

substantivo masculino (recibo de pagamento)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ημερομηνία διακανονισμού

(για δόση, χρέος, επιταγή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ολική αποπληρωμή, πλήρης εξόφληση

(ποσό, δόση, χρέος)

φορτωτική

substantivo masculino

δομημένος διακανονισμός

(pagamento de faturas legais de prestações)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επίδομα άδειας

(salário pago durante as férias)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μετρητά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επίδομα επικίνδυνης εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τριμηνιαία πληρωμή, πληρωμή κάθε τρίμηνο

(dinheiro pago a cada 3 meses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποσό αποζημίωσης

substantivo masculino (από απόλυση)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προκαταβολικές χρεώσεις

substantivo masculino (taxas/parcelas para serem pagas adiantadas)

απαιτώ πληρωμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες.

ανεπαρκής αμοιβή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεικτό ποσό που πληρώνει ο εργοδότης

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφάπαξ

substantivo masculino

Sua família receberá um pagamento único caso você morra.

μισθοδοσία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O chefe gastou muito e o contador está preocupado que não haja o suficiente para cobrir a folha de pagamento.
Ο προϊστάμενος έχει ξοδέψει υπερβολικά πολλά χρήματα και ο λογιστής ανησυχεί μήπως δεν υπάρχουν αρκετά για να πληρώσει τη μισθοδοσία.

τέλος χρήσης προβλήτας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εντολή πληρωμής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιταγή

(τραπεζική συναλλαγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você acha que poderia mandar uma ordem de pagamento bancária?
Μήπως μπορείς να μου στείλεις μια τραπεζική επιταγή;

πληρωμές

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Linda é a secretária e Bete trabalha com a folha de pagamento dos funcionários.

ο πρώτος μισθός

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τίτλος με εξόφληση εφάπαξ κατά τη λήξη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαταβολή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γίνομαι απαιτητός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Era possível solicitar o pagamento a qualquer momento.
Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pagamento στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.