Τι σημαίνει το painkiller στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης painkiller στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του painkiller στο Αγγλικά.

Η λέξη painkiller στο Αγγλικά σημαίνει παυσίπονο, αναλγητικό, παυσίπονο, αναλγητικό, δολοφόνος, δολοφόνος, σκότωμα, παλούκι, που τα σπάει, τα σπάει, -κτόνος, που σε ξεκάνει, που σε σκοτώνει, που προορίζεται για σφαγή, παυσίπονο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης painkiller

παυσίπονο, αναλγητικό

noun (drug that eases pain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ginger is known to be a powerful natural painkiller.
Η πιπερρόριζα είναι γνωστό ισχυρό φυσικό παυσίπονο (or: αναλγητικό).

παυσίπονο, αναλγητικό

noun (tablet or pill taken to ease pain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you've got a headache, why don't you just take a painkiller?
Αν έχεις πονοκέφαλο, γιατί δεν παίρνεις απλά ένα παυσίπονο (or: αναλγητικό);

δολοφόνος

noun (murderer, assassin)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The killer was sentenced to 25 years in jail.

δολοφόνος

noun ([sb] who kills sthg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bears are killers; it's not safe to try to pet one.

σκότωμα, παλούκι

adjective (slang (very difficult) (αργκό, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The workout last night was killer!

που τα σπάει

adjective (slang (excellent, masterful) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike congratulated Harry, "That was a killer performance last night!"

τα σπάει

interjection (slang (great!) (αργκό, μτφ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pete watched Sean do a back flip and shouted, "Killer, dude!"

-κτόνος

noun (suffix (substance that combats [sth])

Tom took some painkillers after he came home from the dentist and went to work.

που σε ξεκάνει, που σε σκοτώνει

noun (informal ([sth] very difficult) (καθομιλουμένη, μτφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That roller coaster is a killer, don't go on there if you don't have a strong stomach!

που προορίζεται για σφαγή

noun (AU, NZ (animal for slaughter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That sheep's a killer, let's take it to the slaughterhouse.

παυσίπονο

noun (analgesic drug)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was prescribed painkillers after her surgery.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του painkiller στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.