Τι σημαίνει το pair στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pair στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pair στο Αγγλικά.

Η λέξη pair στο Αγγλικά σημαίνει ζευγάρι, ζευγάρι, ζευγάρι, ζεύγος, ζευγάρι, -, χωρίζω σε ζευγάρια, κάνω ζευγάρι, ζευγαρώνω, συνδυάζω σε ζεύγη, συνταιριάζω, ταιριάζω, χωρίζομαι σε ζευγάρια, ζευγαρώνω, εσωτερική νταντά, φυσερό, άμαξα, διαβήτης, διαβήτης, κιάλια, εσώρουχο, παντελόνι, ψαλίδι, παντελόνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pair

ζευγάρι

noun (two of [sth]) (δύο από κάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One cannot buy a single shoe, one must buy a pair.
Δεν μπορείς να αγοράσεις ένα παπούτσι, πρέπει να αγοράσεις ένα ζευγάρι.

ζευγάρι

noun (couple: two people) (άνθρωποι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lovers are an inseparable pair.
Οι εραστές είναι ένα αχώριστο ζευγάρι.

ζευγάρι, ζεύγος

noun (two animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The queen's carriage was pulled by six pairs of horses.

ζευγάρι

noun (two playing cards of same number)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a pair of kings and three queens.

-

noun (two-part object) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The two blades together formed a pair of scissors.
Οι δύο λεπίδες μαζί σημάτιζαν ένα ψαλίδι.

χωρίζω σε ζευγάρια

transitive verb (people: group in twos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pair the students for the dance so that each boy is with a girl.

κάνω ζευγάρι

transitive verb (items: match)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My socks are all in a jumble; I must pair them with their partners.

ζευγαρώνω

transitive verb (animals: mate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We pair our cows with the bull from the next farm.

συνδυάζω σε ζεύγη, συνταιριάζω, ταιριάζω

phrasal verb, transitive, separable (match, put together in twos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher made all the kids groan when he paired the boys off with the girls and made them learn how to dance.

χωρίζομαι σε ζευγάρια

phrasal verb, intransitive (form pairs, separate into twos)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Okay everyone, pair off and begin the exercise please.

ζευγαρώνω

phrasal verb, transitive, separable (find a match for [sb] or [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εσωτερική νταντά

noun (live-in childminder)

They had an au pair to take care of the children.
Είχαν μια εσωτερική νταντά να φροντίζει τα παιδιά.

φυσερό

noun (device: blows air on fire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Grandfather keeps an antique pair of bellows next to the fireplace.
Ο παππούς φυλάει ένα αρχαίο φυσερό δίπλα στο τζάκι.

άμαξα

noun (historical (vehicle pulled by two horses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Before the car was invented a popular form of transport was a carriage and pair.

διαβήτης

noun (device for drawing circles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The architect used a compass to draw a perfect circle.
Ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε έναν διαβήτη για να φτιάξει έναν τέλειο κύκλο.

διαβήτης

plural noun (UK (tool for drawing circles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The geography students used compasses to draw perfect circles.

κιάλια

noun (magnifying instrument)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If you go bird-watching, it's always a good idea to carry a pair of binoculars.

εσώρουχο

noun (UK (underpants, knickers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παντελόνι

noun (US (outer garment: trousers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My son has already outgrown the last pair of pants I bought him. She bought three pairs of pants at the mall in one day!
Ο γιος μου έχει ήδη μεγαλώσει για το τελευταίο παντελόνι που του αγόρασα. Αγόρασε τρία παντελόνια στο εμπορικό μέσα σε μια μέρα!

ψαλίδι

noun (two-bladed cutting tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Be sure to include a good sharp pair of scissors in your sewing kit.

παντελόνι

noun (UK (outer garment: pants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He needs a new pair of trousers for the job interview. I bought a pair of trousers at the store.
Χρειάζεται ένα καινούριο παντελόνι για την επαγγελματική συνέντευξη. Αγόρασα ένα παντελόνι από το κατάστημα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pair στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pair

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.