Τι σημαίνει το painting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης painting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του painting στο Αγγλικά.

Η λέξη painting στο Αγγλικά σημαίνει πίνακας, ζωγραφική, βάψιμο, βάψιμο, βάφω, ζωγραφίζω, μπογιά, ζωγραφίζω, βάφω, βάφω, βάφω, περιγράφω, body painting, ζωγραφική σπηλαίων, καμουφλάζ, ζωγραφική προσώπου, ζωγραφική με τα χέρια, νωπογραφία, νωπογραφία, τοπιογραφία, τοιχογραφία, τοιχογραφία, γυμνό, ελαιογραφία, ελαιογραφία, ελαιογραφία, βάψιμο και διακόσμηση, εκδρομή για ζωγραφική, υλικά ζωγραφικής, ζωγραφική με παστέλ, έργο ζωγραφικής με παστέλ, προσωπογραφία, έργο νεκρής φύσης, έργο νεκρής φύσης, τοιχογραφία, λεκτική απεικόνιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης painting

πίνακας

noun (work of art, picture)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Louvre has thousands of paintings on its walls.
Το Λούβρο έχει χιλιάδες πίνακες στους τοίχους του.

ζωγραφική

noun (uncountable (art of making paintings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She enjoys sculpture and painting.
Της αρέσει η γλυπτική και η ζωγραφική.

βάψιμο

noun (uncountable (covering [sth] with paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painting of the dining room took five hours.
Το βάψιμο του δωματίου κράτησε πέντε ώρες.

βάψιμο

noun (uncountable (job: decorating)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He does painting and decorating for a living.
Αναλαμβάνει βαψίματα και διακοσμήσεις επαγγελματικά.

βάφω

transitive verb (cover with paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He painted the wall.
Έβαψε τον τοίχο.

ζωγραφίζω

transitive verb (create or draw with paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She painted a picture, using oil paint.
Ζωγράφισε έναν πίνακα με λαδομπογιά.

μπογιά

noun (coloured coating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need to buy some tins of blue paint.
Πρέπει να αγοράσουμε μερικά δοχεία μπογιά.

ζωγραφίζω

intransitive verb (make a painting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She loves to paint.

βάφω

intransitive verb (colour [sth] with paint)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Working on the house, he painted all day long.

βάφω

transitive verb (colour with paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He painted the room blue.

βάφω

transitive verb (nails: apply varnish to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spends hours painting her nails.

περιγράφω

transitive verb (figurative (describe with words)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The book painted the picture of the ideal family.

body painting

noun (decorating skin)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Humans have practiced body painting for centuries.

ζωγραφική σπηλαίων

noun (picture in cave)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cave paintings show various wild animals.

καμουφλάζ

noun (warships: camouflage paint) (στο πολεμικό ναυτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The dazzle used on WW1 warships was different for every vessel.

ζωγραφική προσώπου

noun (decorating the face with paint)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζωγραφική με τα χέρια

noun (using fingers to paint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νωπογραφία

noun (mural on plaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Probably the world's most famous fresco painting is Da Vinci's 'The Last Supper'.

νωπογραφία

noun (art of painting murals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τοπιογραφία

noun (art: depicting natural scenery) (ζωγραφική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer to paint portraits as I'm not very good at landscape painting.

τοιχογραφία

noun (painting an image on a wall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Traditional fresco mural painting requires speed because the plaster dries quickly.

τοιχογραφία

noun (image painted on a wall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A great example of mural painting by Rivera can be seen in a courtyard at the Detroit Institute of Arts.

γυμνό

noun (painted picture of a naked figure) (ζωγραφική)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
His mother was shocked by the nude painting he did for art class.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα νιάτα της, όταν ήταν φοιτήτρια καλών τεχνών, είχε κάνει πολλά γυμνά.

ελαιογραφία

noun (picture painted using oil paints)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελαιογραφία

noun (picture painted using oil paints)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The focal point of the room was a huge oil painting hung above the fireplace.

ελαιογραφία

noun (uncountable (art of painting with oils) (τεχνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάψιμο και διακόσμηση

noun (interior decoration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκδρομή για ζωγραφική

noun (trip or outing for artmaking purposes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υλικά ζωγραφικής

plural noun (equipment used in painting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man gathered his painting materials and went to work.

ζωγραφική με παστέλ

noun (artmaking with dry pastel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έργο ζωγραφικής με παστέλ

noun (artwork made using dry pastel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσωπογραφία

noun (art: painting a likeness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Velasquez was a master of portrait painting.
Ο Βελάθκεθ ήταν αριστοτέχνης της προσωπογραφίας.

έργο νεκρής φύσης

noun (art form)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The artist specializes in still-life painting.

έργο νεκρής φύσης

noun (artwork)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Van Gogh did many still-life paintings of flowers.

τοιχογραφία

noun (mural)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The CEO commissioned a wall painting for the reception area.

λεκτική απεικόνιση

noun (poetic verbal description)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του painting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του painting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.