Τι σημαίνει το palo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης palo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του palo στο ισπανικά.

Η λέξη palo στο ισπανικά σημαίνει χρώμα, μπαστούνι, κλαδί, κλαδάκι, μπαστούνι, κοντάρι, ραβδί, στυλίσκοι, μπαστούνι, μπαστούνι του χόκεϋ, κατάρτι, πάσσαλος, λαβή, δέντρο, δένδρο, πήδημα, ξενέρωμα, στέκα, καλός στο κρεβάτι, πήδημα, γαμήσι, πήδημα, γαμήσι, δοκάρι, γούστο, παλίσανδρος, ιστός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ιστός της μετζάνας, ιστός επιδρόμου, κορύμβια, κομμάτι, άνθρωπος με τεχνητό πόδι, ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα, κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα, εκλέρ, εκλεράκι, σκουπόξυλο, μυρίκη, εκκεντροφόρος, πρωραίος ιστός, ξυλάκι, ραβδάκι, στικάκι, κύριος ιστός, μέγας ιστός, κατάρτι της πρύμνης, ιστός της πρύμνης, κοντάρι, μπαστούνι του γκολφ, μπαστούνι χόκεί, ρακέτα για λακρός, τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι, πλάστης, κουτάλα, μπαστούνι του γκόλφ, μαριονέτα, διπλή ατυχία, πλήρης σειρά, μπακάμι, γραμματοσειρά sans serif, τα χώνω, τη λέω, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, δημιουργώ πρόβλημα, χαλάω τα σχέδια κπ, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, πάτερ, putter, καρπός μυρίκης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, από παλίσανδρο, τσατίζω, νευριάζω, μπαστούνι του γκολφ, φασματώδες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης palo

χρώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Necesitas reunir tres cartas del mismo palo.
Πρέπει να μαζέψεις τέσσερα φύλλα της ίδιας φυλής.

μπαστούνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El jugador de hockey rompió su palo y necesitó otro.

κλαδί, κλαδάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los chicos juntaron algunas ramas para la fogata.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κλωνάρι δεν άντεξε το βάρος του και κόπηκε.

μπαστούνι

nombre masculino (deporte) (αθλητικά: γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puede lanzar lejos la pelota de golf con sus palos nuevos.
Μπορεί να ρίξει την μπάλα του γκολφ πολύ μακριά με τα καινούρια του μπαστούνια.

κοντάρι, ραβδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Natalia usó un palo para sacar la pelota del árbol.
Η Νάταλι χρησιμοποίησε ένα ραβδί για να ξεκολλήσει την μπάλα από το δέντρο.

στυλίσκοι

nombre masculino (de cricket) (κρίκετ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El bateador le pegó al palo en su inicio del golpe.

μπαστούνι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gina usó un palo para abrir la puerta.

μπαστούνι του χόκεϋ

nombre masculino (de hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάρτι

(náutica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάσσαλος

nombre masculino (κρίκετ: μέρος φράχτη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La pelota dio en el palo.

λαβή

(utensilio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Toma el hacha por el mango y balancéala.
Πιάσε το τσεκούρι από τη λαβή και περίστρεψέ το.

δέντρο, δένδρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay tres árboles en nuestro patio trasero.
Έχουμε δέντρα στην πίσω αυλή μας.

πήδημα

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξενέρωμα

(informal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La atmósfera del bar fue un chasco.

στέκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ray trae su propio taco al pool.
Ο Ρέη φέρνει τη δική του στέκα στο μπιλιαρδάδικο.

καλός στο κρεβάτι

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi nuevo compañero es un muy buen polvo.
Ο καινούριος γκόμενός μου είναι πολύ καλός στο κρεβάτι.

πήδημα, γαμήσι

(coloquial, vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amanda preguntó a Mark si le apetecía echar un polvo.

πήδημα, γαμήσι

(vulgar) (χυδαίο: σεξ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Espero poder echar un polvo esta noche, ando muy caliente.
Ελπίζω να μου κάτσει ένα πήδημα σήμερα, έχω όρεξη.

δοκάρι

(deportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El balón rebotó en el poste.

γούστο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Consumir drogas? No, no es mi costumbre.
Αν κάνω ναρκωτικά; Όχι, δεν είναι του γούστου μου.

παλίσανδρος

(είδος ξύλου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιστός

(σημαία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las chicas scout izaron la bandera en el mástil.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(κοινή ονομασία για δέντρα με σκληρό κορμό)

ιστός της μετζάνας, ιστός επιδρόμου

(ζαργκόν: ναυτιλία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορύμβια

(ευκάλυπτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κομμάτι

(κρέας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Voy a preparar chuletas de cordero para la cena.

άνθρωπος με τεχνητό πόδι

(ES, obsoleto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Desde que una bala de cañón se llevó por delante su pierna sus compañeros le llamaban patapalo.

ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα

locución nominal femenina (CL, figurado, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκλέρ, εκλεράκι

(repostería) (γλυκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los palos de crema tenían una gruesa capa de glaseado de chocolate.

σκουπόξυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bruja del cuento de hadas se fue volando en su palo de escoba.

μυρίκη

(είδος θάμνου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκκεντροφόρος

(μηχανή)

πρωραίος ιστός

locución nominal masculina (κατάρτι πλώρης, επίσ)

ξυλάκι, ραβδάκι, στικάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κύριος ιστός, μέγας ιστός

locución nominal masculina (κατάρτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατάρτι της πρύμνης, ιστός της πρύμνης

(ναυτιλία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοντάρι

(σκούπας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando era joven era flaca como un palo de escoba.

μπαστούνι του γκολφ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El caddie es la persona que te lleva los palos de golf.

μπαστούνι χόκεί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Deja de darle a tu hermano con el palo de hockey!

ρακέτα για λακρός

nombre masculino (deporte) (σπορ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pirata tenía una pata de palo además de un parche en el ojo.
Ο πειρατής είχε ξύλινο πόδι και φορούσε κάλυμμα στο μάτι του.

πλάστης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Extiende la masa con un rodillo de amasar enharinado.

κουτάλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las cucharas de madera no rayan las sartenes.

μπαστούνι του γκόλφ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para mi cumpleaños, me regalaron un juego de palos de golf.

μαριονέτα

nombre femenino (με λαβή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλή ατυχία

πλήρης σειρά

locución nominal masculina (baraja) (χαρτιά)

μπακάμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραμματοσειρά sans serif

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τα χώνω, τη λέω

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te la pasas hablando pestes, pero no te gusta cuando alguien te ataca.
Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω

(ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se conoce a las estrellas de rock por vivir a tope y morir jóvenes.

δημιουργώ πρόβλημα

χαλάω τα σχέδια κπ

locución verbal (figurado)

παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου

locución verbal (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάτερ, putter

(μπαστούνι του γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καρπός μυρίκης

(φυτολογία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal femenina (το ξύλο από δέντρα με σκληρό κορμό)

από παλίσανδρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσατίζω, νευριάζω

locución verbal (MX, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me caga el palo cómo no te deja hablar.

μπαστούνι του γκολφ

(golf)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El palo de hierro ocho antes se llamaba Niblick.

φασματώδες

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του palo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.