Τι σημαίνει το pata στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pata στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pata στο ισπανικά.

Η λέξη pata στο ισπανικά σημαίνει πόδι, πόδι, πόδι, μπούτι, πάπια, πόδι, κρέας από μπούτι, κότσι, προσπάθεια, μπούτι, μπουτάκι, πόδι, ακροδέκτης, φίλος, φίλη, πατούσα, δερμάτινο φλασκί, -ποδος, πάπια, αρσενική πάπια, παπί, παπάκι, πάπια, αδερφή, αδερφή, πούστης, γκάφα, γκάφα, χαζομάρα, μπούτι κοτόπουλου, μπούτι κοτόπουλο, κοτόπουλο μπούτι, μπούτι, κουτσαίνω, χαρούμενος, ξέφρενος, καμπάνα, σαγιονάρα, καπούλια, αποτυχία, αστοχία, άνθρωπος με τεχνητό πόδι, το κόβω με τα πόδια, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, κάνω λάθος, κάνω γκάφα, κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα, με το ένα πόδι στον τάφο, με τα πόδια, είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα, λοστός, δακτυλοπόα, μπροστινή πατούσα, ποδαράκι, γκάφα, μπροστινό πόδι, στήριγμα, πατούσα γάτας, αρνίσιο μπούτι, λαγοπόδαρο, τραπέζι με ένα κεντρικό πόδι, τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι, απρέπεια, χοντράδα, χοντροκοπιά, αγαρμποσύνη, αγένεια, πίσω πόδια, χοιρινό μπούτι, γούρι, μπροστινή πατούσα, παντελόνι καμπάνα, πόδια καβουριού, πιάνω δουλειά, έχω διάρροια, έχω ευκοίλια, ρισκάρω, το κόβω με τα πόδια, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, κάνω γκάφα, πεθαίνω, διυλίζω τον κώνωπα, πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα, χοροπηδάω, κάνω γκάφα, ψειρίζω, κιοτεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pata

πόδι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El perro se levantó sobre sus patas traseras.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν είναι φοβισμένα, τα σκυλιά βάζουν την ουρά ανάμεσα στα σκέλια τους.

πόδι

nombre femenino (mueble)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una de las patas de la mesa es más corta que las demás.
Το ένα πόδι αυτού του τραπεζιού είναι κοντύτερο από τα άλλα.

πόδι

(persona)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me duele la pierna tras la larga carrera.
Το πόδι μου πονάει μετά τον αγώνα δρόμου.

μπούτι

(persona)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La infección se extendió del muslo a la pierna.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άφησε τα μαχαιροπήρουνα, έπιασε το μπούτι και το έφαγε με τα χέρια.

πάπια

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Viste los patos en el estanque?
Βλέπεις τις πάπιες στη λιμνούλα;

πόδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El caballo tenía cortaduras en sus patas de atrás.
Το άλογο είχε σημάδια από κοψίματα στα πίσω πόδια του.

κρέας από μπούτι

nombre femenino (AR) (πουλερικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pata del pavo tiene el gusto más fuerte.

κότσι

(για μαγείρεμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Asamos una pata de cordero para la cena de Pascua.
Ψήσαμε ένα κότσι αρνιού για γεύμα το Πάσχα.

προσπάθεια

nombre femenino (figurado, coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Metele pata, ¡vamos!

μπούτι, μπουτάκι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sherry preparó una pata de cordero para la cena.

πόδι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las patas delanteras de la mesa terminaban en una voluta.

ακροδέκτης

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En el Reino Unido los enchufes tienen tres patas.

φίλος, φίλη

(ES)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
¿Conoces a mi colega Kevin?
Γνώρισες το φιλαράκι μου τον Κέβιν;

πατούσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daniel sacó una espina de la garra del león.
Ο Ντάνιελ έβγαλε ένα αγκάθι από την πατούσα του λιονταριού.

δερμάτινο φλασκί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-ποδος

El hombre tiene calzado especial para pie plano.

πάπια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comimos pato lacado a la pekinesa en el restaurante chino.
Φάγαμε πάπια Πεκίνου στο κινέζικο εστιατόριο.

αρσενική πάπια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había un pato solitario en el borde del estanque.

παπί, παπάκι

nombre masculino (culinario) (κρέας μικρής πάπιας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En el banquete sirvieron pato asado con espárragos.

πάπια

nombre masculino (comida)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las patas de pato se usan para hacer pato a la naranja.

αδερφή

(ofensivo) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan llamó a otro estudiante maricón y lo mandaron a la oficina del director.
Ο Νταν είπε έναν άλλο μαθητή αδερφή και τον έστειλαν στο γραφείο του διευθυντή.

αδερφή

(καθομ, προσβλητικό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Llamar a un hombre homosexual maricón seguramente le ofenderá.
Αν αποκαλέσεις έναν ομοφυλόφιλο άνδρα αδερφή είναι πιθανό να προσβληθεί.

πούστης

(χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γκάφα

(voz inglesa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mejor parte de la película es la final, cuando muestran todas los bloopers.

γκάφα, χαζομάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπούτι κοτόπουλου, μπούτι κοτόπουλο, κοτόπουλο μπούτι

nombre femenino (AR, coloquial)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Una parte de la familia, prefiere la pata-muslo, y la otra, la pechuga.

μπούτι

(αρνίσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουτσαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαρούμενος, ξέφρενος

(coloquial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sophie estaba loca de alegría en su boda.

καμπάνα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

σαγιονάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La joven fue a la playa en chanclas.
Η νεαρή γυναίκα φόρεσε τις σαγιονάρες της στην παραλία.

καπούλια

(animal) (ζώα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El perro se sentó cansado en sus ancas.

αποτυχία, αστοχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άνθρωπος με τεχνητό πόδι

(ES, obsoleto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Desde que una bala de cañón se llevó por delante su pierna sus compañeros le llamaban patapalo.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hannah tenía pinchado un neumático, así que tuvo que caminar hasta el trabajo.
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es tu última oportunidad, ¡no la cagues!
Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, επομένως μην τα κάνεις μαντάρα!

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(vulgar) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perdón, la cagué.
Συγγνώμη. Τα σκάτωσα.

κάνω λάθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hizo un gran trabajo, pero se equivocó en un par de ocasiones.
Τα πήγε καλά, αλλά του ξέφυγαν καναδυό σημεία.

κάνω γκάφα

(vulgar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα

expresión (eufemismo) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quiero vivir hasta los 80, no estirar la pata a los 70.
Θέλω να φτάσω τα 80 και όχι να κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα από τα 70 μου.

με το ένα πόδι στον τάφο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τα πόδια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A veces tardas más en ir al trabajo en auto que a pie.

είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El día que nació su hija, el nuevo padre estaba tocando el cielo con las manos.

λοστός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δακτυλοπόα

(AR) (φυτό Β. Αμερικής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινή πατούσα

(ζωολογία)

ποδαράκι

(μαγειρική: χοιρινό πόδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απόψε θα σας μαγειρέψω χοιρινά ποδαράκια με σάλτσα από κόκκινο κρασί.

γκάφα

locución nominal femenina (για πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινό πόδι

(ζωολογία)

στήριγμα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πατούσα γάτας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνίσιο μπούτι

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pata de cordero asada es deliciosa con papas y salsa de menta.

λαγοπόδαρο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Donde va, lleva su pata de conejo como amuleto.

τραπέζι με ένα κεντρικό πόδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi abuela tiene una mesa de pata central con marquetería que es una preciosidad.

τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pirata tenía una pata de palo además de un parche en el ojo.
Ο πειρατής είχε ξύλινο πόδι και φορούσε κάλυμμα στο μάτι του.

απρέπεια, χοντράδα, χοντροκοπιά, αγαρμποσύνη, αγένεια

locución nominal femenina (coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaba terriblemente avergonzada de la metedura de pata que hizo en la cena.

πίσω πόδια

locución nominal femenina (ζώα)

Cojea de la pata trasera.

χοιρινό μπούτι

nombre femenino

γούρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπροστινή πατούσα

(για ζώο)

παντελόνι καμπάνα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πόδια καβουριού

Pon las patas de cangrejo en agua hirviendo.

πιάνω δουλειά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Pongámonos manos a la obra en el jardín! El buen clima no va a durar para siempre.

έχω διάρροια, έχω ευκοίλια

(ES: coloquial)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ρισκάρω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Casi meto la pata cuando le pregunté por su mujer.

το κόβω με τα πόδια

locución verbal (coloquial) (ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuestro coche se quedó sin gasolina y tuvimos que ir a pata hasta la gasolinera. Perdimos los pasajes de subte, así que tuvimos que ir a pata treinta cuadras con nuestros zapatos con taco.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα

locución verbal (coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si sigues bebiendo y fumando así, vas a estirar la pata en cualquier momento.

κάνω γκάφα

locución verbal (coloquial, figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω

expresión (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διυλίζω τον κώνωπα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey gritó y saltó a la pata coja cuando pisó algo afilado.
Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό.

κάνω γκάφα

locución verbal (error, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parecía que nuestro equipo iba a ganar, pero el portero metió la pata en el último segundo y perdimos.

ψειρίζω

(coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi jefe pierde tiempo encontrándole tres pies al gato en vez de ocuparse de problemas importantes.

κιοτεύω

(MX: coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenía planeado pedirle bailar, pero al final reculó.
Είχε σχεδιάσει να της ζητήσει να χορέψουν, αλλά κιότεψε (or: δείλιασε).

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pata στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.