Τι σημαίνει το parachute στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parachute στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parachute στο Αγγλικά.

Η λέξη parachute στο Αγγλικά σημαίνει αλεξίπτωτο, πέφτω με αλεξίπτωτο, ρίχνω με αλεξίπτωτο, αγωγός, καταρράκτης, αλεξίπτωτο, απότομη πλαγιά, πέφτω με αλεξίπτωτο, φτάνω με αλεξίπτωτο, αλεξίπτωτο σταθεροποίησης, αλεξίπτωτο επιβράδυνσης, βοηθητικό αλεξίπτωτο, αποζημίωση, στέλνω με αλεξίπτωτο, πτώση με αλεξίπτωτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parachute

αλεξίπτωτο

noun (fabric safety apparatus)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
For a horrible moment I thought my parachute wasn't going to work.
Για μια στιγμή νόμισα ότι το αλεξίπτωτό μου δε θα άνοιγε.

πέφτω με αλεξίπτωτο

intransitive verb (land by parachute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rescuers parachuted to the site to help the trapped victims.
Οι διασώστες έπεσαν με αλεξίπτωτο στην περιοχή για να βοηθήσουν τα παγιδευμένα θύματα.

ρίχνω με αλεξίπτωτο

(drop by parachute) (κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Supplies were parachuted to the climbers last night.
Προμήθειες ρίχτηκαν με αλεξίπτωτο στους αναρριχητές χτες τη νύχτα.

αγωγός

noun (shaft, channel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The grain travels down this chute and into the trailer.
Τα σιτηρά ταξιδεύουν προς τα κάτω με αυτόν τον αγωγό και πηγαίνουν μέσα στην νταλίκα.

καταρράκτης

noun (waterfall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The chute was frozen solid in the winter.

αλεξίπτωτο

noun (informal, abbreviation (parachute)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His main chute didn't open – luckily the backup one worked.
Το κύριο αλεξίπτωτό του δεν άνοιξε. Ευτυχώς το εφεδρικό ήταν εντάξει.

απότομη πλαγιά

noun (steep slope)

Several large boulders suddenly came tumbling down the chute.

πέφτω με αλεξίπτωτο, φτάνω με αλεξίπτωτο

phrasal verb, intransitive (arrive by parachute)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλεξίπτωτο σταθεροποίησης

noun (aeronautics: small parachute) (αεροναυτική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλεξίπτωτο επιβράδυνσης

noun (parachute used to slow a plane)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βοηθητικό αλεξίπτωτο

noun (parachute: deploys larger one)

αποζημίωση

noun (figurative (retirement package) (πολύ μεγάλη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company's Chief Financial Officer is entitled to a golden parachute of $15.5 million.

στέλνω με αλεξίπτωτο

(send by parachute)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πτώση με αλεξίπτωτο

noun (leaping from aircraft with a parachute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parachute στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.