Τι σημαίνει το jump στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jump στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jump στο Αγγλικά.

Η λέξη jump στο Αγγλικά σημαίνει πηδάω, πηδώ, άλμα, πετάγομαι, ανεβαίνω απότομα, ανεβαίνω απότομα, περνάω, περνώ, πήδημα, βάζω μπροστά το αυτοκίνητο με καλώδια, άλμα, δυο βήματα, άλμα, απότομη μετάβαση, άλμα, αναπηδώ, πηδάω, πηδώ, πέφτω με αλεξίπτωτο, πηδάω πάνω από κτ, τρώω, πηδάω, πηδώ, την πέφτω, μπαίνω, παίρνω, περνάω, περνώ, κάνω άλμα βάσης, χοροπηδάω, αφηγούμαι χωρίς ειρμό, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, βουτάω, βουτώ, παρεμβαίνω, κριτικάρω, ξεχωρίζω, πηδώ στην άλλη μεριά, άλμα βάσης, άλμα εις μήκος, χώνομαι μπροστά από, άλμα εις ύψος, συμμετέχω σε κτ, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, πηδάω στην άκρη, αρπάζω την ευκαιρία, δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση, τζάμπ μπολ, τζάμπολ, jump cut, πηδώ από κτ, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, μπαίνω, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, μπαίνω, πηδάω από κτ, πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, ξεπετάγομαι, σκοινάκι, κάνω σκοινάκι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πτυσσόμενο κάθισμα, εγκαταλείπω, τζάμπ σοτ,τζαμπ σουτ, αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, βιάζομαι, βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως, σηκώνομαι, χοροπηδάω, χοροπηδώ, χοροπηδάω, χοροπηδώ, jump-off, βάζω μπροστά με καλώδια, καλώδια μπαταρίας, ολόσωμη φόρμα, φόρμα, άλμα εις μήκος, πτώση με αλεξίπτωτο, κβαντικό άλμα, τεράστιο άλμα, προσπερνώ την ουρά, άλμα με φόρα, ράμπα για άλμα, άλμα, κάνω άλματα, άλμα εις τριπλούν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jump

πηδάω, πηδώ

intransitive verb (leap) (κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped up and down to warm up his body.
Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί.

άλμα

noun (figurative (sudden rise) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The jump in stock prices surprised even the professionals.
Η ξαφνική άνοδος στις τιμές των μετοχών ξάφνιασε ακόμα και τους επαγγελματίες.

πετάγομαι

intransitive verb (move suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped from his chair after he realized that he couldn't see the baby.
Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό.

ανεβαίνω απότομα

intransitive verb (figurative (rise suddenly)

The stock jumped after the good news about the economy.
Η μετοχή ανέβηκε αλματωδώς (or: έκανε άλμα) μόλις ακούστηκαν τα καλά νέα για την οικονομία.

ανεβαίνω απότομα

intransitive verb (figurative (prices: increase)

The gas prices jumped.
Οι τιμές των καυσίμων ανέβηκαν απότομα.

περνάω, περνώ

intransitive verb (figurative (switch often)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped from one task to another.
Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη.

πήδημα

noun (leap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He crossed the puddle with a quick jump.
Πέρασε πάνω από τη λακκούβα με ένα γρήγορο άλμα.

βάζω μπροστά το αυτοκίνητο με καλώδια

transitive verb (slang (vehicle: jump-start)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The battery was dead, so I had to jump-start the car.

άλμα

noun (space to be leapt over) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This ski resort has several dangerous jumps.

δυο βήματα

noun (informal, figurative (short trip) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Boston is just a quick jump from Portsmouth.
Η Βοστώνη είναι δυο τσιγάρα δρόμος από το Πόρτσμουθ.

άλμα

noun (parachuting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Parachuting is fun. I've gone on three jumps.

απότομη μετάβαση

noun (informal, figurative (abrupt transition)

The book's jump from history to philosophy was confusing.

άλμα

noun (sports: events)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Olympic track and field competition includes the high jump and long jump events.

αναπηδώ

noun (startled movement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A jump is quite a natural reaction to the sound of gunfire.

πηδάω, πηδώ

intransitive verb (checkers) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you don't jump now, you may lose the game.

πέφτω με αλεξίπτωτο

intransitive verb (parachute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yes, we plan to jump twice next week. I need to prepare my parachute.

πηδάω πάνω από κτ

transitive verb (leap over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He jumped the puddle to avoid getting his shoes wet.
Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του.

τρώω

transitive verb (checkers) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't believe he jumped three of my checkers! Now I'm losing!

πηδάω, πηδώ

transitive verb (informal (skip) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John jumped a rank because of his bravery.

την πέφτω

transitive verb (slang (attack, mug) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Three guys jumped me back in the alley and stole my money.
Μου την έπεσαν τρεις τύποι στο σοκάκι και μου έκλεψαν τα χρήματά μου.

μπαίνω, παίρνω

transitive verb (board a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I jumped on the train going south.

περνάω, περνώ

transitive verb (traffic lights: fail to stop) (κόκκινο φανάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Audrey was pulled over by the police after she jumped a red light.

κάνω άλμα βάσης

phrasal verb, intransitive (extreme sport)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χοροπηδάω

phrasal verb, intransitive (leap around) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children are jumping about outside.

αφηγούμαι χωρίς ειρμό

phrasal verb, intransitive (figurative (lack narrative coherence) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The film jumps about and makes no sense.

πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο

phrasal verb, intransitive (figurative (do things in an unordered way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carol doesn't work in a methodical way; she jumps about from task to task.

βουτάω, βουτώ

phrasal verb, intransitive (informal (dive, leap)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mike walked up to the edge of the swimming pool, hesitated a moment, and then jumped in.
Ο Μάικ περπάτησε έως την άκρη της πισίνας, δίστασε προς στιγμή και έπειτα βούτηξε.

παρεμβαίνω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (become involved)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fiona was listening to the argument, and couldn't resist jumping in.
Η Φιόνα παρακολουθούσε τη διαμάχη και δεν μπορούσε να μην παρέμβει.

κριτικάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (criticize, find fault with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olivia jumped on her husband for being slow to offer the guests another drink.

ξεχωρίζω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (be noticeable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It really jumps out at you.
Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου.

πηδώ στην άλλη μεριά

phrasal verb, transitive, inseparable (leap across)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack be nimble, Jack be quick, Jack jump over the candlestick. (Children's rhyme)

άλμα βάσης

noun (sport: jump from fixed structure)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άλμα εις μήκος

noun (sport: long jump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώνομαι μπροστά από

verbal expression (informal (go in front of others waiting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I get annoyed when people cut in line in front of me.

άλμα εις ύψος

noun (sport: jumping over a high bar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Britain won an Olympic gold medal in the high jump.

συμμετέχω σε κτ

noun (figurative (join [sth])

την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

verbal expression (US, figurative, informal (criticize, find fault with) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He jumps all over his employees every time they make the slightest error.

πηδάω στην άκρη

(leap out of the way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He jumped aside just as the bus was about to hit him.

αρπάζω την ευκαιρία

verbal expression (informal, figurative (accept opportunity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When my grandmother offered to take me to England, I jumped at the chance.

δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση

(informal (fail to appear for trial)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τζάμπ μπολ, τζάμπολ

noun (in basketball) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As the two players were struggling to gain possession of the ball, the referee called a jump ball.

jump cut

noun (film: abrupt edit) (τεχνική σε ταινίες)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πηδώ από κτ

(leap off of [sth])

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

(informal (dive, leap)

He jumped in the pool and shrieked because the water was so cold.

μπαίνω

(figurative, informal (become involved) (σε συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Feel free to jump in the discussion if you have something to say.

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

(dive, leap)

Roy jumped into the river to save the drowning man.

μπαίνω

(figurative (become involved) (σε συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She jumped into the conversation when she realized that they were talking about Cancun.

πηδάω από κτ

(leap from)

She was too scared to jump off the highest diving board.
Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων.

πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ

(informal (leap onto)

Please don't jump on the bed, children.

ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα

verbal expression (figurative, informal (do [sth] because it is popular) (χωρίς σκέψη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you believe in the cause, great, but don't just jump on the bandwagon.

ξεπετάγομαι

(leap from hiding) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped out from his hideout.
Ξεπετάχτηκε από την κρυψώνα του.

σκοινάκι

noun (skipping rope)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The little girls were playing with a jump rope.
Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι.

κάνω σκοινάκι

(US (skip: with a rope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Boxers jump rope to improve their stamina and rhythm.
Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (aircraft: seat for staff member)

The flight attendants were sitting on the jump seats during take-off.

πτυσσόμενο κάθισμα

noun (folding seat in automobile)

Our car has a jump seat in the back.

εγκαταλείπω

verbal expression (figurative (flee without permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τζάμπ σοτ,τζαμπ σουτ

noun (basketball: ball thrown at basket at height of jump) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His excellent jump shot allowed him to score against much taller defenders.

αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης

verbal expression (runner: start too soon) (σε αγώνα δρόμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The runner jumped the gun and all the runners had to return for another start.
Ο δρομέας άρχισε να τρέχει, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, και όλοι οι δρομείς έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου τον αγώνα.

βιάζομαι

verbal expression (figurative, informal (do [sth] too soon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't jump the gun; it's best to live with someone a year before getting married.

βγάζω βιαστικά συμπεράσματα

verbal expression (judge hastily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stop leaping to conclusions about their relationship when you hardly even know them.

βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως

verbal expression (deduce hastily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σηκώνομαι

(leap to one's feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped up and seized me by the hand.

χοροπηδάω, χοροπηδώ

verbal expression (bounce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you jump up and down on the spot for one minute, you will probably end up out of breath.

χοροπηδάω, χοροπηδώ

verbal expression (informal, figurative (be very excited)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You should have seen her; she was jumping up and down with excitement.

jump-off

noun (showjumping round) (σε αγώνα ιππασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βάζω μπροστά με καλώδια

transitive verb (vehicle: start with jumper cables)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλώδια μπαταρίας

plural noun (jump leads for starting a vehicle) (αυτοκίνητο)

Every motorist should have jumper cables and flares in their auto emergency kit.

ολόσωμη φόρμα

noun (pilot's all-in-one garment)

The pilot put on his jumpsuit and climbed into the cockpit for takeoff.

φόρμα

noun (women's all-in-one garment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think I'm going to buy this jumpsuit; it's really cute!

άλμα εις μήκος

noun (athletics competition) (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It was during the Olympics that she broke the world long jump record. In high school I was on the track and field team and participated in the long jump.
Ήταν στους Ολυμπιακούς που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στο γυμνάσιο ήμουν στην ομάδα στίβου και αγωνιζόμουνα στο άλμα εις μήκος.

πτώση με αλεξίπτωτο

noun (leaping from aircraft with a parachute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κβαντικό άλμα

noun (physics: abrupt change in energy level of electron)

τεράστιο άλμα

noun (figurative (huge advance) (πρόοδος)

προσπερνώ την ουρά

intransitive verb (UK, informal (go in front of others waiting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άλμα με φόρα

noun (jump preceded by a run-up)

ράμπα για άλμα

noun (chute or slide on hill) (στο σκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άλμα

noun (jump made by skiier) (στο σκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω άλματα

intransitive verb (make a ski jump) (στο σκι)

άλμα εις τριπλούν

noun (athletics event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Someone has just beaten the world triple jump record.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jump στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του jump

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.