Τι σημαίνει το pilot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pilot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pilot στο Αγγλικά.

Η λέξη pilot στο Αγγλικά σημαίνει πιλότος, οδηγώ, πιλοτικός, πρώτο επεισόδιο, δοκιμή, πλοηγός, πιλότος, πλοηγός, πιλότος, λυχνία, καθοδηγώ, πιλότος επιβατικού αεροσκάφους, αυτόματος πιλότος, αυτόματος πιλότος, πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου, πιλότος μικρού αεροσκάφους, συγκυβερνήτης, είμαι συγκυβερνήτης σε κτ, πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, πιλότος ανεμόπτερου, άδεια πιλότου, φλόγα εναύσματος, πιλοτική εγκατάσταση, δοκιμαστική παραγωγή, πιλοτικό πρόγραμμα, δοκιμή, μαυροδέλφινο, πιλότος δοκιμών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pilot

πιλότος

noun (person who flies aircraft)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Daisy is a pilot; she flies all over the world.
Η Νταίζη είναι πιλότος. Πετάει σε όλο τον κόσμο.

οδηγώ

transitive verb (plane, boat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The captain piloted the ship safely into harbour.
Ο καπετάνιος οδήγησε το πλοίο με ασφάλεια στο λιμάνι.

πιλοτικός

adjective (trial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pilot scheme has been a great success, so now we're going to set it up across the country.

πρώτο επεισόδιο

noun (TV show: trial episode)

The pilot didn't get good audience figures, so the series wasn't made.

δοκιμή

noun (trial or test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're running a pilot to see if the scheme works and, if it does, we'll use it nationwide.

πλοηγός, πιλότος

noun (specialist coastal navigator)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ship took a pilot on board to steer them into harbour.

πλοηγός, πιλότος

noun (person who steers ship)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pilot steered the ship safely around the rocks.

λυχνία

noun (pilot light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If the boiler isn't working, check that the pilot is on.

καθοδηγώ

transitive verb (figurative (lead, guide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy piloted the company through a difficult first year.

πιλότος επιβατικού αεροσκάφους

noun (person who flies passenger plane)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αυτόματος πιλότος

noun (aircraft: automatic control)

The plane was flying on automatic pilot across the Atlantic.

αυτόματος πιλότος

noun (figurative (functioning without thought) (μεταφορικά)

It was a routine task, so Janice slipped into autopilot.

πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου

noun (pilot: drops bombs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Norman was a bomber pilot during the Vietnam war.

πιλότος μικρού αεροσκάφους

(small aircraft pilot)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

συγκυβερνήτης

noun (aircraft pilot: has joint control)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
When the pilot had a heart attack, the co-pilot took over.

είμαι συγκυβερνήτης σε κτ

transitive verb (aircraft: control jointly)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Roger co-piloted the plane with Captain Sanderson.

πιλότος μαχητικού αεροσκάφους

noun ([sb] who pilots a bomber plane)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My grandfather was a fighter pilot in World War II.

πιλότος ανεμόπτερου

noun ([sb] who flies small aircraft)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

άδεια πιλότου

noun (aircraft permit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φλόγα εναύσματος

noun (light indicating gas supply)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gas central heating wouldn't come on because the pilot light was out.

πιλοτική εγκατάσταση

noun (experimental industrial plant)

δοκιμαστική παραγωγή

noun ([sth] produced on a trial basis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιλοτικό πρόγραμμα

noun (trial scheme)

The company tried a new advertising method in just a few stores, as a pilot program.

δοκιμή

noun (trial done for research)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drug has not yet been approved, but the results of the pilot study were very positive.

μαυροδέλφινο

noun (variety of sea mammal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιλότος δοκιμών

noun ([sb] who flies aircraft to trial them)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pilot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.