Τι σημαίνει το parade στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parade στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parade στο Αγγλικά.

Η λέξη parade στο Αγγλικά σημαίνει πορεία, πομπή, παρέλαση, παρελαύνω, παρελαύνω, επιδεικνύω κτ σε κπ, παρέλαση, αγορά, μασκαρεύομαι, τσαρτς, παρέλαση στο πλαίσιο ενός εορτασμού για την υποδοχή παλαιών απόφοιτων ενός σχολείου, επιδεικνύω, άρμα, χώρος παρέλασης, παρέλαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parade

πορεία, πομπή

noun (procession in streets)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a parade to celebrate the home team's victory.
Έγινε παρέλαση για τον εορτασμό της νίκης της τοπικής ομάδας.

παρέλαση

noun (military procession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We saw the Queen's birthday parade in London.
Είδαμε την παρέλαση για τα γενέθλια της Βασίλισσας στο Λονδίνο.

παρελαύνω

intransitive verb (walk in procession, march)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldiers paraded along the avenue.
Οι στρατιώτες παρέλασαν κατά μήκος της λεωφόρου.

παρελαύνω

intransitive verb (draw attention while walking) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Groups of teenagers paraded through the streets.
Ομάδες εφήβων παρέλαυναν στους δρόμους.

επιδεικνύω κτ σε κπ

verbal expression (figurative (flaunt)

Richard paraded his wealth in front of his poorer friends.
Ο Ρίτσαρντ επεδείκνυε τον πλούτο του μπροστά στους πιο φτωχούς φίλους του.

παρέλαση

noun (figurative (series) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After his wife's death, Gareth had a seemingly endless parade of visitors. The meal was a whole parade of different dishes.

αγορά

noun (UK (row of shops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Amy walked to the parade to buy a loaf of bread.

μασκαρεύομαι

(figurative (masquerade as)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τσαρτς

noun (dated (pop music charts)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Which song was at the top of the hit parade on this day in 1963?

παρέλαση στο πλαίσιο ενός εορτασμού για την υποδοχή παλαιών απόφοιτων ενός σχολείου

noun (US (procession as part of high-school event)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιδεικνύω

(display ostentatiously)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άρμα

noun (decorated vehicle in a procession) (σε παρέλαση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος παρέλασης

noun (where soldiers march)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παρέλαση

noun (procession with floats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parade στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του parade

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.