Τι σημαίνει το counter στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης counter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του counter στο Αγγλικά.
Η λέξη counter στο Αγγλικά σημαίνει πάγκος, ταμείο, πάγκος, πάγκος, πούλι, αντι-, μετρητής, απάντηση, κάποιος που μετράει, προστατευτικό φτέρνας, αντι-, αντι-, αντιτάσσω, ανταποδίδω, ανταποδίδω κτ με κτ, αντιπροσφορά, ενάντια σε κτ, αντίμετρο, Αντιμεταρρύθμιση, αντιμεταρρύθμιση, αντεπιχείρημα, αντεπίθεση, αντεπίθεση, ανταπόδοση, επανέλεγχος, αντιστάθμισμα, αντισταθμίζω, επανελέγχω, αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιού, αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιού, αντικουλτούρα, αντικουλτούρα, αντικονφορμιστικός, αντιρροή, αντίθετος προς την επικρατούσα τάση, αντικατασκοπεία, αντιπαράδειγμα, καταστολή εξέγερσης, αντικατασκοπεία, χωρίς λογική, αντίποινα, αντίμετρο, αντιπρόταση, αντεπανάσταση, αντεπαναστατικός, αντιτρομοκρατία, τρομοκρατία ως αντίποινα, πάγκος, πάγκος, πάγκος των αλλαντικών, μετρητής, απαριθμητής, ανιχνευτής Γκάιγκερ, πάγκος της κουζίνας, μετρητής γύρων, χωρίς ιατρική συνταγή, χωρίς συνταγή, μη συνταγογραφούμενος, χωρίς συνταγή, μη συνταγογραφούμενος, μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, έρχομαι σε αντίθεση με, κάτω από το τραπέζι, κάτω από το τραπέζι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης counter
πάγκοςnoun (flat, elevated surface) (επίπεδη επιφάνεια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) You can fill out the form at the counter over there. Μπορείς να συμπληρώσεις τη φόρμα στον πάγκο εκεί κάτω. |
ταμείοnoun (sales window) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bought three tickets at the counter. Αγόρασα τρία εισιτήρια στο γκισέ. |
πάγκοςnoun (kitchen surface) (κουζίνας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He leaned over the kitchen counter to cut the carrots. Έσκυψε πάνω απ' τον πάγκο της κουζίνας για να κόψει τα καρότα. |
πάγκοςnoun (in shop, etc.: surface) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The jeweller displayed the rings on the counter. Ο κοσμηματοπώλης παρουσίασε τα δαχτυλίδια στον πάγκο. |
πούλιnoun (game token) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If you throw a five, move your counter forward five spaces. |
αντι-adjective (opposing) His counter move resulted in his winning the game. Η αντίδρασή (or: απάντησή) του είχε ως αποτέλεσμα να είναι ο νικητής του παιχνιδιού. |
μετρητήςnoun (device for counting) (όργανο ένδειξης ή μέτρησης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The counter tallied the number of pages printed on the press. Ο μετρητής καταμέτρησε τον αριθμό των σελίδων που τυπώθηκαν. |
απάντησηnoun (witty reply) (έξυπνη, πνευματώδης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His counter to the criticism of his politics made everyone laugh. |
κάποιος που μετράειnoun (person who counts) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At the entrance to the carnival stood a counter, keeping track of how many people had paid to get in. |
προστατευτικό φτέρναςnoun (shoes: heel piece) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I need to take these shoes to the repair shop for new soles and counters. |
αντι-prefix (against) For example: counterbalance, counteract |
αντι-prefix (corresponding) For example: counterpart |
αντιτάσσωintransitive verb (respond to argument) (ότι, πως ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He countered that the plan was impractical. |
ανταποδίδωtransitive verb (move in opposition to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The manager found a way of countering the other team's tactics. |
ανταποδίδω κτ με κτtransitive verb (move in opposition to) He countered his opponent's move with a swift blow. |
αντιπροσφοράnoun (offer made in response to an offer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sellers have accepted our counter offer for the house. |
ενάντια σε κτpreposition (in opposition to) That idea runs counter to popular wisdom about how to grow tomatoes. |
αντίμετροnoun (act that opposes another action) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Αντιμεταρρύθμισηnoun (historical (historic Roman Catholic Church movement) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
αντιμεταρρύθμισηnoun (reformation counteracting a previous one) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντεπιχείρημαnoun (rebuttal, refutation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντεπίθεσηnoun (military: retaliation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They quickly waged a counter-attack to try to regain the upper hand. |
αντεπίθεση, ανταπόδοσηnoun (verbal response) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The journalist published a scathing counterattack. |
επανέλεγχοςnoun (second check) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντιστάθμισμαnoun (an opposing restraint) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντισταθμίζωtransitive verb (restrain or counteract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανελέγχωtransitive verb (double-check) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιούadjective (direction: opposite to clock hands) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Turn the handle in a counterclockwise direction to switch off the machine. |
αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιούadverb (movement: opposite to clock hands) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To open the jar, you have to turn the lid counter-clockwise. |
αντικουλτούραnoun (nonconformism: social, political) (στην πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It doesn't take long for the counterculture to become the mainstream culture. Δε χρειάζεται πολύ για να γίνει η αντικουλτούρα η κυρίαρχη κουλτούρα. |
αντικουλτούραnoun (dated (lifestyle: non-conventional) (για τρόπο ζωής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντικονφορμιστικόςnoun as adjective (hippie, nonconformist) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken Kesey was a major figure in the counterculture movement of the 1960s. Ο Κεν Κέισι ήταν μεγάλη μορφή στην αντικομφορμιστική κίνηση της δεκαετίας του 1960. |
αντιρροήnoun (current flowing against another) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίθετος προς την επικρατούσα τάσηnoun (figurative (movement against established opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντικατασκοπείαnoun (counteracting spies) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντιπαράδειγμαnoun (rebuttal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταστολή εξέγερσηςnoun (military: anti-guerrilla activity) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντικατασκοπείαnoun (anti-espionage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χωρίς λογικήadjective (not logical) (όταν μοιάζει να αντιβαίνει τη λογική) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) This new operating system seems very counterintuitive and hard to use. Το νέο λειτουργικό σύστημα φαίνεται χωρίς λογική (or: παράλογο) και είναι δύσκολο στη χρήση. |
αντίποιναnoun (retaliation: act opposing an action) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αντίμετροnoun (response) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The government's counter-measures don't seem to be working. |
αντιπρότασηnoun (alternative to idea proposed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It doesn't matter what we offer since they'll inevitably return with a counterproposal. |
αντεπανάστασηnoun (revolt against a revolution) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντεπαναστατικόςadjective (opposed to revolution) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The counterrevolutionary militia arrested fifteen suspects. |
αντιτρομοκρατίαnoun (efforts to prevent terrorism) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρομοκρατία ως αντίποιναnoun (retaliatory terrorism) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάγκοςnoun (work surface) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The apartment comes with beautiful granite countertops. |
πάγκοςnoun (US (shop: top of serving desk) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A basket of candy sat on the countertop. |
πάγκος των αλλαντικώνnoun (abbr (in shop: serves cold meat) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The deli counter was busy so I just bought packaged meat. |
μετρητής, απαριθμητής, ανιχνευτής Γκάιγκερnoun (device that measures radioactivity) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The more radiation present, the faster the tick of the Geiger counter. |
πάγκος της κουζίναςnoun (work surface used for cooking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After she finished preparing supper, she wiped off the kitchen counter. |
μετρητής γύρωνnoun (device for tracking number of circuits) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My wristwatch has a lap counter. |
χωρίς ιατρική συνταγή, χωρίς συνταγήadverb (initialism (over the counter) (φάρμακα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This drug cannot be bought OTC. |
μη συνταγογραφούμενοςadjective (initialism (over-the-counter) (φάρμακα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rufus went to the pharmacy to get an OTC painkiller. |
χωρίς συνταγήadverb (drugs: without prescription) (ιατρού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aspirin and Ibuprofen are examples of medicines that can be purchased over the counter. |
μη συνταγογραφούμενοςadjective (drugs: sold without prescription) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μη συνταγογραφούμενο φάρμακοnoun (medicine: no prescription) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The hypochondriac used a lot of over-the counter drugs. |
έρχομαι σε αντίθεση μεverbal expression (go against [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cheating on an exam runs counter to what my parents told me was the right thing to do. |
κάτω από το τραπέζιadjective (figurative (secret, illegal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alan had done an under-the-counter deal to obtain a supply of contraband cigarettes. |
κάτω από το τραπέζιadverb (figurative (secretly, illegally) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She was being paid under the counter so she avoided paying taxes. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του counter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του counter
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.