Τι σημαίνει το state στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης state στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του state στο Αγγλικά.
Η λέξη state στο Αγγλικά σημαίνει πολιτεία, κράτος, κατάσταση, φάση, κατάσταση, πολιτειακός, δηλώνω, διατυπώνω, στάδιο, κατάσταση, άσχημη ψυχολογική κατάσταση, πολιτεία, κράτος, Υπουργείο Εξωτερικών, κρατικός, επίσημος, Αραβική χώρα, ουδέτερο κράτος, αρχηγός του κράτους, πόλη-κράτος, της Κοινοπολιτείας, παρακράτος, ονειρική κατάσταση, πολιτεία της Νέας Υόρκης, Κτίριο Εμπάιρ Στέιτ, πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειά, αέρια κατάσταση, κατάσταση ελάχιστης ενέργειας, αρχηγός κράτους, σε σύγχυση, σε κατάσταση μέθης, κράτος μέλος, ψυχολογική κατάσταση, ψυχική κατάσταση, εθνικό κράτος, κανονική/φυσιολογική κατάσταση, σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό, πολιτεία της Νέας Υόρκης, αστυνομοκρατούμενο κράτος, φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλία, Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης, στερεάς κατάστασης, επίσημα εγγεγραμμένος νοσηλευτής, επίσημα εγγεγραμμένη νοσηλεύτρια, κυβερνητική υποστήριξη, εισαγγελέας, κρατικό επίδομα, ετατισμός, κρατισμός, δημόσια εκπαίδευση, προστατευόμενη δασική περιοχή, χρηματοδοτούμενος από το κράτος, αυτοκινητόδρομος, δημόσιο νοσοκομείο, πολιτειακός νόμος, κρατική νομοθεσία, κατάσταση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ρευστή κατάσταση, ψυχική κατάσταση, αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίου, πρωτόγονη κοινωνία, τρέχουσα κατάσταση, τεταμένο κοινωνικό/πολιτικό κλίμα, κλίμα έντασης/αβεβαιότητας, υπερσύγχρονος, κλίμα αβεβαιότητας/ανασφάλειας, γύμνια, εμπόλεμη κατάσταση, δημόσια ιδιοκτησία, εθνικό πάρκο, αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ, δημόσιος χώρος, κρατικά αναγνωρισμένος, δημόσιο σχολείο, δημόσιες/κρατικές υπηρεσίες, κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξη, δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανές, αστυνομικός, κρατικό πανεπιστήμιο, δημόσιο πανεπιστήμιο, εκφράζω την άποψή μου, κρατικός, δημόσια/κρατική επιχείρηση, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, βουλή, καμπίνα, κρατικός, σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια, σταθερή κατάσταση, πολιτεία καθοριστικής σημασίας, μεταβατικό στάδιο, κράτος πρόνοιας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης state
πολιτείαnoun (esp US (territory, province) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are fifty states in the union. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δάσκαλος μας ζήτησε να απομνημονεύσουμε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ. |
κράτοςnoun (country) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In 1948, a Jewish state was founded. Το 1948 ιδρύθηκε ένα εβραϊκό κράτος. |
κατάστασηnoun (condition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can only imagine the state the house is in after being abandoned for so many years. Μόνο να φανταστώ μπορώ σε τι κατάσταση θα είναι το σπίτι αφού έμεινε εγκαταλελειμμένο τόσα χρόνια. |
φάση, κατάστασηnoun (science: solid, liquid, gas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ice is water in its solid state. Ο πάγος είναι η στερεή φάση του νερού. |
πολιτειακόςnoun as adjective (esp US (of political sub-division) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) State law prohibits speeding. Ο νόμος της πολιτείας απαγορεύει την οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα. |
δηλώνωtransitive verb (declare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The groom stated his love for the bride. Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη. |
διατυπώνωtransitive verb (set forth formally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The president stated the policy in clear terms. Ο πρόεδρος διατύπωσε την πολιτική με ξεκάθαρους όρους. |
στάδιοnoun (stage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The butterfly is in its larval state. |
κατάστασηnoun (emotions) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She was in a state of sadness after her boyfriend left her. |
άσχημη ψυχολογική κατάστασηnoun (extreme nervous mood) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Polly was in such a state after the accident! |
πολιτείαnoun (political authority) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The state has outlawed destructive behaviour. |
κράτοςnoun (civil government) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In some countries, there is separation between church and state. |
Υπουργείο Εξωτερικώνnoun (US, informal (Department of State) (στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The boys over at State are a smart bunch. |
κρατικόςnoun as adjective (of civil government) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a state matter. |
επίσημοςnoun as adjective (of formal ceremony) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The judge was sworn in during a state ceremony. |
Αραβική χώραnoun (Arabic-speaking country) Iran is not an Arab state. |
ουδέτερο κράτος(country) |
αρχηγός του κράτους(country head) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πόλη-κράτοςnoun (autonomous city) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Vatican City is a present-day example of a city-state. |
της Κοινοπολιτείαςnoun (US (some US states) (HΠΑ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρακράτοςnoun (politics: conspiracy theory) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ονειρική κατάστασηnoun (mental state when you dream) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gary was wandering around, his eyes glazed over as if in a dream state. |
πολιτεία της Νέας Υόρκηςnoun (nickname of New York State) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Κτίριο Εμπάιρ Στέιτnoun (New York City skyscraper) For a long time, the Empire State Building was the world's tallest skyscraper. Για πολύ καιρό το Κτίριο Εμπάιρ Στέιτ ήταν ο ψηλότερος ουρανοξύστης του κόσμου. |
πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειάnoun (US, historical (US state prohibiting slavery) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Not all of the Union states were free states; four were slave states. |
αέρια κατάστασηnoun (gas, vapour) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nitrogen is in a gaseous state at room temperature. |
κατάσταση ελάχιστης ενέργειας(physics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρχηγός κράτουςnoun (national leader) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) In a kingdom, the head of state is a king rather than a president. |
σε σύγχυσηexpression (informal (distraught) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κατάσταση μέθηςadjective (formal (drunk) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After the party, several people were staggering around in a state of inebriation. |
κράτος μέλοςnoun (country belonging to a union) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The European Union consists of 28 member states. |
ψυχολογική κατάσταση, ψυχική κατάστασηnoun (psychological condition) |
εθνικό κράτοςnoun (self-governing state) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κανονική/φυσιολογική κατάστασηnoun (normal condition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμόnoun (unaffected by humans) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In its natural state, the lake was much clearer than it is now. |
πολιτεία της Νέας Υόρκηςnoun (US state) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αστυνομοκρατούμενο κράτοςnoun (country where police maintain oppressive control) Germany became a police state under Hitler's rule. |
φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλίαnoun (long fence in Australia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησηςnoun (high-ranking government minister) (στο ΗΒ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στερεάς κατάστασηςadjective (electronic device) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
επίσημα εγγεγραμμένος νοσηλευτής, επίσημα εγγεγραμμένη νοσηλεύτριαnoun (UK, initialism (State Registered Nurse) |
κυβερνητική υποστήριξηnoun (financial support by government) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She didn't work when she went to school: she received state aid. |
εισαγγελέαςnoun (US (law) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κρατικό επίδομαnoun (government welfare allowance) |
ετατισμός, κρατισμόςnoun (government ownership) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δημόσια εκπαίδευσηnoun (public education) |
προστατευόμενη δασική περιοχήnoun (protected woodland area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρηματοδοτούμενος από το κράτοςadjective (financed by state) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αυτοκινητόδρομοςnoun (US (motorway) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δημόσιο νοσοκομείοnoun (government-owned medical facility) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολιτειακός νόμοςnoun (US (legal system of a US state) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) State law prohibits the making of alcohol at home. |
κρατική νομοθεσίαnoun (laws of a country) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάστασηnoun (situation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When she saw another store close its doors, she realized it was a sorry state of affairs. |
κατάσταση έκτακτης ανάγκηςnoun (disaster situation) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ρευστή κατάστασηnoun (fluctuation, change) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ψυχική κατάστασηnoun (mental condition, mood) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His current state of mind seems confused. Η τωρινή του ψυχική κατάσταση φαίνεται διαταραγμένη. |
αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίουnoun (society without government) (πολιτική θεωρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρωτόγονη κοινωνίαnoun (primitive state) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχουσα κατάστασηnoun (current situation) |
τεταμένο κοινωνικό/πολιτικό κλίμαnoun (social, political unrest) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλίμα έντασης/αβεβαιότηταςnoun (anxiety, uncertainty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερσύγχρονοςadjective (technology: advanced) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our new TV uses state-of-the-art technology to provide the best picture and sound. Η καινούρια μας τηλεόραση χρησιμοποιεί υπερσύγχρονη τεχνολογία για να παράσχει την καλύτερη εικόνα και τον καλύτερο ήχο. |
κλίμα αβεβαιότητας/ανασφάλειαςnoun (precarious or doubtful situation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When times are tough we live in a constant state of uncertainty. |
γύμνιαnoun (full or partial nakedness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was shocked by the woman's state of undress. |
εμπόλεμη κατάστασηnoun (hostilities between nations) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They have been in a near-constant state of war for years. |
δημόσια ιδιοκτησίαnoun (government property) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εθνικό πάρκοnoun (protected green space) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑnoun (US (law force of a US state) (ΗΠΑ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Most interstate and state highways are patrolled by state police, not local police. |
δημόσιος χώροςnoun (areas owned by government) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατικά αναγνωρισμένοςadjective (officially recognised) |
δημόσιο σχολείοnoun (UK (government-funded school) |
δημόσιες/κρατικές υπηρεσίεςplural noun (US (government amenities and assistance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξηnoun (government funding or subsidy) |
δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανέςverbal expression (point out [sth] already evident) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αστυνομικός(US (state police officer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κρατικό πανεπιστήμιο, δημόσιο πανεπιστήμιοnoun (US (publicly funded university) |
εκφράζω την άποψή μουverbal expression (give your opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new rules allow you to state your case for the person you're voting for. |
κρατικόςadjective (of the government) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δημόσια/κρατική επιχείρησηnoun (business: run by government) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amtrak is a good example of a state-owned company. |
σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτείαadjective (US (across an entire state) (ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βουλήnoun (US (state capitol building) (κτίσμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καμπίναnoun (transport: private cabin) (σε μέσο συγκοινωνίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρατικόςadjective (across a state) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτειαadverb (across a state) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The measure was popular locally, but not statewide. Το μέτρο ήταν δημοφιλές σε τοπικό επίπεδο αλλά όχι σε όλη την πολιτεία. |
σταθερή κατάστασηnoun (physics: condition which does not change over time) (φυσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πολιτεία καθοριστικής σημασίαςnoun (US (election: close race) (στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταβατικό στάδιοnoun (subject to change, changeable) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κράτος πρόνοιαςnoun (nation with social welfare programme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Britain's welfare state was created in the wake of the Second World War. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του state στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του state
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.