Τι σημαίνει το participar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης participar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του participar στο πορτογαλικά.

Η λέξη participar στο πορτογαλικά σημαίνει συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω, συμμετέχω, συμμετέχω, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω, συμμετέχω, στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα, παρακολουθώ, καταφέρνω να πάω σε κτ, συνεισφέρω, συμμετέχω, βρίσκω χρηματοδότηση από το πλήθος, παίζω, παίζω ρόλο, συμμετέχω, συμμετέχω σε κούρσα προσανατολισμού, συμμετέχω σε κτ, τηλεφωνώ για να συμμετάσχω, υποβάλλω προσφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης participar

συμμετέχω σε κτ

(informal: estar envolvido)

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Venha para o nosso ensaio hoje à noite se quiser participar.
Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις.

συμμετέχω

(fazer com outros)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temos um projeto empolgante chegando e gostaríamos que todo o departamento participasse.
Ετοιμάζουμε ένα συναρπαστικό πρότζεκτ και θα θέλαμε να συμμετάσχει όλο το τμήμα.

συμμετέχω

verbo transitivo (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμετέχω σε κτ

verbo transitivo

συμμετέχω σε κτ

verbo transitivo

Ela estava brava e não quis participar das comemorações.

συμμετέχω σε κτ

verbo transitivo

Queremos que todo o departamento de produção participe neste projeto.
Θέλουμε να συμμετάσχει όλο το τμήμα παραγωγής σε αυτό το πρότζεκτ.

συμμετέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para participar da nossa campanha, inscreva-se no nosso website.

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não se preocupe se a discussão já tiver começado, você ainda pode se juntar quando quiser.
Μην ανησυχείς αν η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει. Μπορείς να συμμετάσχεις όποτε θες.

στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα

(rádio, participação do ouvinte)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele apresenta um programa de ligações na rádio local.
Είναι ο παρουσιαστής μιας εκπομπής του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στην οποία μπορούν να τηλεφωνήσουν οι ακροατές και να βγουν στον αέρα.

παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ouvimos a missa todo domingo de manhã.

καταφέρνω να πάω σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desculpe, não consegui comparecer à reunião de ontem.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

συνεισφέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nós tomamos parte na busca das crianças desaparecidas.
Συμμετείχαμε στην έρευνα για τα εξαφανισμένα παιδιά.

βρίσκω χρηματοδότηση από το πλήθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω

(tomar parte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Também gostaríamos de brincar.
Θέλουμε και εμείς να παίξουμε.

παίζω ρόλο, συμμετέχω

(contribuir para)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αρκετοί υποστηρικτές του Νίξον έπαιξαν ρόλο στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ.

συμμετέχω σε κούρσα προσανατολισμού

expressão verbal (esporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμετέχω σε κτ

Καθώς ήταν μια πολύ ήσυχη εργαζόμενη, δε συμμετείχε συχνά στις γιορτές του γραφείου.

τηλεφωνώ για να συμμετάσχω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποβάλλω προσφορά

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A autoridade local está oferendo um contrato lucrativo e nossa firma pretende participar da licitação.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του participar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.