Τι σημαίνει το pasajero στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pasajero στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pasajero στο ισπανικά.
Η λέξη pasajero στο ισπανικά σημαίνει επιβάτης, επιβάτισσα, επιβάτης, επιβάτισσα, θεατής, προσωρινός, ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ, προσωρινός, παροδικός, που ακολουθεί τη μόδα, περαστικός, συνεπιβάτης, επιβάτης, επιβάτιδα, αυτός που είναι πάνω στη βάρκα, επιβάτης, επιβάτισσα, φευγαλέος, εφήμερος, εφήμερος, στιγμιαίος, επιβάτης οχήματος, προσωρινός, αυτός που χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες, επιβάτης πλοίου, άμαξα, ιδιοτροπία, επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο, θέση συνοδηγού, κάθισμα συνοδηγού, τακτικός επιβάτης, αυτός που κρατιέται από τη χειρολαβή σε γεμάτο λεωφορείο, κάτοχος εισιτηρίου, μικρο-, ψιλο-. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pasajero
επιβάτης, επιβάτισσαnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Varios pasajeros resultaron heridos en el accidente. Το λεωφορείο ήταν φίσκα και αρκετοί επιβάτες ήταν όρθιοι. |
επιβάτης, επιβάτισσαnombre masculino, nombre femenino (en un vehículo) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Asegúrate de que tus pasajeros se abrochen el cinturón. Βεβαιωθείτε πως οι επιβάτες σας δένουν τις ζώνες ασφαλείας τους. |
θεατής(figurado, peyorativo) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Prefiero tener una participación activa en la vida, y no ser un parásito. |
προσωρινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La situación era difícil, pero Nina podía tolerarla porque sabía que era temporal. Η κατάσταση ήταν δύσκολη αλλά η Νίνα την ανεχόταν γιατί ήξερε ότι ήταν προσωρινή. |
ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hay un interés pasajero en la comida vegana últimamente. |
προσωρινός, παροδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La casa había tenido varios ocupantes pasajeros, pero ninguno se quedó nunca mucho tiempo. Το σπίτι είχε αρκετούς προσωρινούς ένοικους, αλλά κανείς δεν έμεινε για πολύ. |
που ακολουθεί τη μόδαadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Henry es un comensal pasajero. |
περαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando era joven quería ser doble de riesgo, pero fue un sueño pasajero, ahora prefiero tener un seguro trabajo de oficina. Όταν ήμουν πιο νέα, ήθελα να γίνω κασκαντέρ, αλλά ήταν μια παροδική επιθυμία. Τώρα προτιμώ να έχω μια ωραία ασφαλή δουλειά γραφείου. |
συνεπιβάτηςnombre masculino (motocicleta) (σε μηχανή μεγάλου κυβισμού) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Οι μοτοσυκλετιστές και οι συνεπιβάτες τους μπήκαν όλοι στο στέκι των μηχανόβιων. |
επιβάτης, επιβάτιδαnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) El taxista salió a buscar un pasajero. Ο ταξιτζής έκανε βόλτες ψάχνοντας για επιβάτη. |
αυτός που είναι πάνω στη βάρκαnombre masculino, nombre femenino (de una batea) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιβάτης, επιβάτισσαnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) He sido pasajero de esta aerolínea muchas veces. |
φευγαλέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom solo estuvo un momento breve con su familia cuando estuvo en casa. |
εφήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vida es corta, por eso lo mejor es agarrar cuantos placeres transitorios puedas. Η ζωή είναι μικρή, για αυτό είναι καλύτερο να αποδέχεσαι όποια εφήμερη απόλαυση μπορείς. |
εφήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su enamoramiento del nuevo chico resultó ser efímero. |
στιγμιαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιβάτης οχήματος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mi auto sólo puede llevar cinco ocupantes. |
προσωρινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ethan está buscando un trabajo temporal para el verano. |
αυτός που χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιβάτης πλοίου(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando tenemos que volver al Reino Unido desde Europa, mi marido y yo somos marineros, ¡odiamos volar! |
άμαξα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιδιοτροπία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los aviones fueron sólo un capricho pasajero para él, ahora son los dinosaurios. |
επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο(σε πλοίο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέση συνοδηγού, κάθισμα συνοδηγού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James estaba manejando y Tony iba en el asiento del acompañante. |
τακτικός επιβάτης(de avión) |
αυτός που κρατιέται από τη χειρολαβή σε γεμάτο λεωφορείοlocución nominal con flexión de género (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάτοχος εισιτηρίου(transporte) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Los pasajeros con boleto deben sentarse en sus asientos asignados. |
μικρο-, ψιλο-
Creo que la discusión que tuviste con tu esposa no es más que un problema pasajero. Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pasajero στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του pasajero
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.