Τι σημαίνει το passageiro στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης passageiro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passageiro στο πορτογαλικά.

Η λέξη passageiro στο πορτογαλικά σημαίνει επιβάτης, επιβάτισσα, επιβάτης, επιβάτισσα, περαστικός, εφήμερος, ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ, αυτός που είναι πάνω στη βάρκα, επιβάτης, επιβάτισσα, φευγαλέος, του συρμού, επιβάτης, επιβάτιδα, επιβάτης οχήματος, λαθρεπιβάτης, πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο, διπλανός, επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο, αυτός που κρατιέται από τη χειρολαβή σε γεμάτο λεωφορείο, αυτός που χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες, από την πλευρά του κρασπέδου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης passageiro

επιβάτης, επιβάτισσα

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Vários passageiros se machucaram no acidente.
Το λεωφορείο ήταν φίσκα και αρκετοί επιβάτες ήταν όρθιοι.

επιβάτης, επιβάτισσα

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Certifique-se de que seus passageiros apertem seus cintos de segurança.
Βεβαιωθείτε πως οι επιβάτες σας δένουν τις ζώνες ασφαλείας τους.

περαστικός

adjetivo (com vida curta)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando eu era mais jovem, eu queria ser uma dublê, mas era somente uma moda passageira; agora prefiro ter um emprego seguro de escritório.
Όταν ήμουν πιο νέα, ήθελα να γίνω κασκαντέρ, αλλά ήταν μια παροδική επιθυμία. Τώρα προτιμώ να έχω μια ωραία ασφαλή δουλειά γραφείου.

εφήμερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A vida é curta, então é melhor aproveitar quaisquer prazeres passageiros que você possa.
Η ζωή είναι μικρή, για αυτό είναι καλύτερο να αποδέχεσαι όποια εφήμερη απόλαυση μπορείς.

ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που είναι πάνω στη βάρκα

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβάτης, επιβάτισσα

(de avião)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

φευγαλέος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom só passou uns momentos passageiros com sua família quando ele estava em casa.

του συρμού

adjetivo (Moda: popular por pouco tempo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβάτης, επιβάτιδα

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
O taxista saiu procurando um passageiro.
Ο ταξιτζής έκανε βόλτες ψάχνοντας για επιβάτη.

επιβάτης οχήματος

substantivo masculino (em veículo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λαθρεπιβάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διπλανός

(σε μεταφορικό μέσο)

επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο

(pessoa num barco sem carro) (σε πλοίο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτός που κρατιέται από τη χειρολαβή σε γεμάτο λεωφορείο

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτός που χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από την πλευρά του κρασπέδου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ο οδηγός άνοιξε το παράθυρό του και ζήτησε οδηγίες από έναν περαστικό.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passageiro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.