Τι σημαίνει το passer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης passer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passer στο Γαλλικά.
Η λέξη passer στο Γαλλικά σημαίνει περνάω, περνώ, δίνω, παραλείπω, περνάω, περνώ, πηδώ, πηδάω, περνάω, περνώ, φεύγω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, δίνω, ξεθωριάζω, διασχίζω, περνώ, περνάω από κτ, περνώ από κτ, έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο, βάζω, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, γίνομαι δεκτός με κτ, πετάγομαι, κινούμαι πάνω σε ρόδες, περνάω, ξεπερνάω, περνώ, περνάω, επισκέπτομαι, δίνω, υπομένω, αντέχω, επιβιώνω, ζω όλο μου τον χρόνο, δίνω, πάσα στον αντίπαλο, φιλτράρω, έρχομαι, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, κάνω επίσκεψη, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, έρχομαι, περνώ, παίζω, βάζω, πηδάω, τρίβω, έχει, δείχνει, παίζει, βγαίνω, περνάω, κάνω επίσκεψη, έχω απήχηση, τελειώνω, ολοκληρώνω, κυλάω, σχίζω, αλλάζω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι, κάνω, δίνω, κάνω, προσπερνάω, περνάω, δίνω, περνάω πάνω από κτ, χώνω, γράφω, δείχνω, παίζω, προβάλλω, παρασύρομαι από τον άνεμο, πάνω από, περνάω, περνώ, εμφανίζομαι τυχαία, κάνω, άδεια εισόδου, περνάω, περνώ, δίνω, προσπερνάω, δίνω, ψάχνω σε κτ, δίνω, πάω πάσο, έρχομαι, κολλάω, κολλώ, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, πασάρω, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, άυπνος, άγρυπνος, συμβάν, πρόσκληση, laissez-passer, αναλαμβάνω δράση, τηλεφωνώ σε κπ, δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ, ανεβάζω ρυθμούς, σκουπίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης passer
περνάω, περνώverbe transitif (du temps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais passer la journée en famille. Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου. |
δίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux me passer le sel ? Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ; |
παραλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon conseil est de passer le deuxième plat et de garder de la place pour le poisson. ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα. |
περνάω, περνώ(du temps,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηδώ, πηδάω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeanne est au téléphone, du coup, elle m'a dit qu'elle passait son tour. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου. |
περνάω, περνώverbe intransitif (circuler) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bus est passé sans s'arrêter pour nous prendre à l'arrêt. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
φεύγωverbe intransitif (temps) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les week-ends passent vraiment vite. Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα. |
περνάω, περνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le canapé ne passe pas à travers cette porte. |
περνάω, περνώ(temps) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il semble que le temps passe de plus en plus vite chaque année. |
περνάω, περνώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'occasion est maintenant passée. |
πασάρω(Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνωverbe transitif (un examen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je passe mon examen de chimie mercredi. |
ξεθωριάζωverbe intransitif (couleur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les couleurs ont un peu déteint au lavage. Τα χρώματα ξεθώριασαν λίγο στο πλύσιμο. |
διασχίζω, περνώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pour passer la frontière, il te faut un passeport en règle. Για να διασχίσεις (or: περάσεις) τον έλεγχο στα σύνορα, χρειαζόσουν ένα έγκυρο διαβατήριο. |
περνάω από κτ, περνώ από κτ
D'abord tu dois passer la douane, puis attendre tes bagages. Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου. |
έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο(transport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le bus circule tous les jours sauf le dimanche. |
βάζωverbe transitif (Automobile) (ταχύτητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike a mis (or: passé) la première et a filé. |
περνάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La foule regardait le défilé passer. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή. |
περνάω, περνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand Emily était malade, elle s'est assise à la fenêtre et faisait coucou à tous ceux qui passaient. Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε. |
περνάω, περνώverbe intransitif (μεταφορικά: για επίσκεψη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'étais dans le coin, alors j'ai décidé de passer vous faire un petit coucou. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο. |
περνάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je passe juste pour te dire qu'il y aura une fête samedi. Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου. |
περνάω, περνώverbe intransitif (temps) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je n'arrive pas à croire que les vacances sont déjà finies. Le temps est passé trop vite. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός! |
γίνομαι δεκτός με κτ(message,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère que mon discours va bien passer à la réunion ce soir. Ελπίζω η ομιλία μου να πάει καλά στην αποψινή συνεδρίαση. |
πετάγομαιverbe intransitif (familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis dit que j'allais passer te dire bonjour ! Si tu es dans le quartier et que tu veux passer chez nous, tu es le bienvenu. Απλά σκέφτηκα να πεταχτώ και να σας χαιρετήσω! Όποτε βρεθείς στη γειτονιά, είσαι ευπρόσδεκτος να περάσεις. |
κινούμαι πάνω σε ρόδεςverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάω, ξεπερνάωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Des rochers étaient tombés sur la route et nous n'avons pas pu passer. |
περνώverbe intransitif (temps) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les minutes passaient et Peter ne savait toujours pas quoi faire. |
περνάωverbe intransitif (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je passerai cet après-midi. |
επισκέπτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνωverbe transitif (un examen, un concours) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je passe mon bac le mois prochain. |
υπομένω, αντέχω, επιβιώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien est gravement malade et nous ne sommes pas certains qu'il passera la nuit. |
ζω όλο μου τον χρόνοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a passé ses dernières années dans la même petite ville. Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη. |
δίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je passe toujours mes livres préférés à ma sœur. |
πάσα στον αντίπαλοverbe transitif (Football américain) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φιλτράρωverbe intransitif (café) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι, περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu passes ce soir, on pourra regarder un film ensemble. Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί. |
περνάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il me semble que les années ont passé trop vite, et que je suis tout à coup devenu vieux. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pourrais-tu passer à la pharmacie pour moi en rentrant à la maison ? Μπορείς να περάσεις από το φαρμακείο να μου πάρεις κάτι όπως θα έρχεσαι σπίτι; |
κάνω επίσκεψηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mes parents vont passer. Οι γονείς μου θα έρθουν να μου κάνουν επίσκεψη. |
πιάνω το ένα, αφήνω το άλλοverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Carol ne travaille pas méthodiquement, elle passe d'une tâche à l'autre. |
έρχομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Papi et Mamie sont passés aujourd'hui et nous avons pris le thé. Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι. |
περνώ(le temps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont passé le temps en se racontant des histoires de jeunesse. Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους. |
παίζω, βάζωverbe transitif (un disque, de la musique) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je passe le nouveau CD sur la chaîne. Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό. |
πηδάωverbe transitif (une question) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le candidat a passé deux questions. Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις. |
τρίβωverbe transitif (sa main, son doigt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George a passé sa main le long du dos du chat. Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας. |
έχει, δείχνει, παίζει(média : diffusion) (η τηλεόραση, το ράδιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ton émission préférée passe. Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή. |
βγαίνω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Theresa passe dans deux minutes ! Mais où est-elle partie ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το συγκρότημα βγαίνει σε 10 λεπτά. |
περνάωverbe intransitif (μεταφορικά: από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je passerai demain matin en allant travailler. Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά. |
κάνω επίσκεψηverbe intransitif (courte visite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère que mon ami va passer pour le thé. |
έχω απήχησηverbe intransitif (message) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) J'espère que le message du ministre va enfin passer. |
τελειώνω, ολοκληρώνωverbe transitif (Scolaire : une classe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son fils passa la classe de CE2. |
κυλάωverbe intransitif (temps) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le temps passe. |
σχίζωverbe intransitif (μτφ: τον αέρα, το νερό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul en lancé la balle et elle est passée en vitesse dans l'air. |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au fil du temps, Jim regardait les années passer. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επισκέπτομαιverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a dit qu'il passerait dans l'après-midi. Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα. |
κάνωverbe transitif (un appel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Souhaitez-vous que je passe l'appel pour vous ? Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα; |
δίνω, κάνωverbe transitif (une commande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais passer commande pour une douzaine d'articles supplémentaires. |
προσπερνάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bateau à homards a passé les bas-fonds sans danger. |
περνάωverbe transitif (la douane,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous vous retrouverons lorsque vous aurez passé la douane. |
δίνωverbe transitif (un examen, un concours) (μεταφορικά: εξετάσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je passe mon bac la semaine prochaine. |
περνάω πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le sauteur a facilement passé la barre. |
χώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien passa la tête par la fenêtre. |
γράφωverbe transitif (du temps, des heures) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'athlète a passé des heures à s'entraîner. ΝΕW: Ο υπάλληλος χρειάστηκε να γράψει πολλές υπερωρίες για να ολοκληρώσει τη δουλειά στην ώρα της. |
δείχνω, παίζω, προβάλλωverbe transitif (un film, une émission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils passent une rediffusion de cette comédie que tu aimais. |
παρασύρομαι από τον άνεμο(άνεμος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un sac en papier est passé, poussé par le vent. Μια χαρτοσακούλα παρασύρθηκε από τον άνεμο. |
πάνω απόverbe transitif (au-delà en nombre) Il a passé (or: dépassé) l'âge de la retraite pour sa société. Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του. |
περνάω, περνώ(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais passer (or: aller) voir mon voisin. |
εμφανίζομαι τυχαίαverbe intransitif |
κάνω(un accord) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux parties ont signé un accord. Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία. |
άδεια εισόδου(abonnement) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il a présenté son passe et fut admis à la piscine. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La carte d'anniversaire a circulé de main en main. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner (or: passer) le livre là-bas, s'il te plaît ? Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
προσπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bus m'est passé devant sans s'arrêter. Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner (or: passer) le livre là-bas, s'il te plaît ? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο; |
ψάχνω σε κτ
J'ai passé en revue tous les carnets de croquis pour retrouver mon dessin préféré du chêne. Έψαξα σε όλα τα μπλοκ ζωγραφικής προσπαθώντας να βρω το αγαπημένο μου σχέδιο με τη βελανιδιά. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lui a passé le stylo. Της έδωσε το στυλό. |
πάω πάσοlocution verbale (Jeu de cartes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux soit jouer une carte soit passer ton tour. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κολλάω, κολλώ(une maladie) (καθομ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) NEW : Le chien de la voisine a transmis la rage à mon cochon d'Inde. |
περνάω, περνώverbe transitif (un câble, un message) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a fait passer un câble télégraphique sous l'Atlantique. |
περνάω γρήγορα
Rob a passé une main dans ses épais cheveux noirs. |
πασάρω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a passé le ballon de basket à son coéquipier et ce dernier a tiré. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a passé ses doigts sur la soie fine. |
άυπνος, άγρυπνος(nuit) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lorsque vous avez un bébé, des nuits blanches sont à prévoir. |
συμβάν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les voisins avaient signalé des activités étranges dans la maison. |
πρόσκλησηnom masculin invariable (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons eu des laissez-passer pour le salon VIP. |
laissez-passernom masculin invariable (ΟΗΕ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αναλαμβάνω δράση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous ne pouvons pas simplement ignorer la situation : nous devons agir ! Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
τηλεφωνώ σε κπ
|
δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω ρυθμούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκουπίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert a nettoyé et balayé avant d'aller se coucher. Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του passer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.