Τι σημαίνει το couler στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης couler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του couler στο Γαλλικά.

Η λέξη couler στο Γαλλικά σημαίνει χύνομαι, κυλάω, ρέω, βυθίζομαι, βυθίζομαι, βυθίζω, τρέχω, κυλάω, τρέχω, κυλάω, κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση, καταστρέφω, βγαίνω, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, πηγάζω, ρέω, τρέχω, κυλάω, ρέω, βυθίζω, τρέχω, κυλάω, τρέχω, μουτζουρώνομαι, στάζω, σταλάζω, βουλιάζω, ναυαγώ, δακρύζω, στάζω, τρέχω, στάζω, σταλάζω, καταλήγω κάπου μέσω απόπλυσης, καταλήγω κάπου μέσω έκπλυσης, αποτυγχάνω, στάζω, τραβάω, καταρρέω, γκρεμίζομαι, γλιστράω, βαράω διάλυση, βυθίζομαι, βουλιάζω, κυλώ, βγαίνω από κτ, δακρύζω, μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι, ρίχνω, παφλάζω, εισρέω, καλή ζωή, χαλαρώνω, αφήνω κτ να περάσει, διαπερνάω, διαπερνώ, χαζεύω, χαζολογώ, χύνω αίμα, ματώνω, στάζω, σταλάζω, δεν καταβάλω προσπάθεια, δεν προσπαθώ, τρέχω, διαρρέω, διαφεύγω, τρέχω από κτ, στάζω από κτ, μεταφέρομαι, πασαλείβομαι, έχω διαρροή, ξεχύνομαι, κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα, κυλάω, κυλώ, τα κάνω, κάνω κακά μου, κυλώ, στάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης couler

χύνομαι, κυλάω, ρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'eau coulait du bain.
Το νερό έτρεξε έξω από το μπάνιο.

βυθίζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu mets une pierre dans l'eau, elle va couler.
Οι πέτρες βουλιάζουν στο νερό.

βυθίζομαι

(bateau)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bateau a coulé après avoir heurté un iceberg.
Το πλοίο βούλιαξε όταν χτύπησε ένα παγόβουνο.

βυθίζω

verbe transitif (un bateau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La torpille a coulé le navire.
Η τορπίλη βύθισε το πλοίο.

τρέχω

verbe intransitif (encre, maquillage, fromage) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ses larmes sont tombées sur la lettre et l'encre a coulé.

κυλάω

(figuré, familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non, le style de cette phrase ne coule pas bien.

τρέχω, κυλάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sang ruisselait le long de son dos.

κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση

(επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταστρέφω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chute de la Bourse a fait couler la société.

βγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La coupure sur le genou de Sally était profonde, et du sang en coulait.

χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω

verbe intransitif (figuré : entreprise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
GM a coulé, malgré ses déclarations.

πηγάζω, ρέω

(liquide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai ouvert le robinet et l'eau a coulé.

τρέχω, κυλάω, ρέω

verbe intransitif (liquide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βυθίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un violent orage a coulé le bateau.

τρέχω, κυλάω

(δάκρυα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Des larmes coulèrent sur ses joues.

τρέχω

(peinture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu mets trop de peinture sur ton pinceau, ça risque de couler.

μουτζουρώνομαι

verbe intransitif (mascara,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le mascara d'Emily a coulé à cause de la pluie et du vent.

στάζω, σταλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Du sang coulait de la coupure au genou de Paula. Le sable coulait dans le fond du sablier.
Αίμα έτρεχε από το κόψιμο στο γόνατο της Πάολα.

βουλιάζω, ναυαγώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'entreprise a été coulée (or: ruinée) par les dépenses inconsidérées de ses directeurs.
Η εταιρεία βούλιαξε (or: ναυάγησε) εξαιτίας της απερίσκεπτης σπατάλης του διευθυντή της.

δακρύζω

(Médecine : œil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La conjonctivite a tendance à faire couler les yeux.

στάζω, τρέχω

(des murs surtout)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο χυμός από τα δαμάσκηνα έσταζε από το κάτω μέρος της χάρτινης σακούλας.

στάζω, σταλάζω

(υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
De l'acide suinte de la batterie de ta voiture.
Στάζει οξύ από την μπαταρία του αυτοκινήτου σου.

καταλήγω κάπου μέσω απόπλυσης, καταλήγω κάπου μέσω έκπλυσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La fuite a filtré jusque chez le voisin du dessous et a fait une auréole à son plafond.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα χημικά καταλήγουν εδώ και μήνες στο ποτάμι μέσω της έκπλυσης του εδάφους.

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στάζω

(changement de sujet) (υγρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sang n'arrêtait pas de couler des plaies d'Adam malgré tous mes efforts.
Έβαλα τα δυνατά μου, αλλά οι πληγές του Άνταμ εξακολουθούσαν να βγάζουν αίμα.

τραβάω

(thé) (μεταφορικά: τσάι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο καφές γίνεται τώρα.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η προσπάθεια απέτυχε όταν στέρεψε η αγορά.

γλιστράω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βαράω διάλυση

locution verbale (entreprise) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
S'il n'y avait pas eu ces renflouages, plusieurs grosses banques auraient fait faillite (or: auraient coulé).

βυθίζομαι, βουλιάζω

verbe intransitif (bateau)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le navire sombra durant la tempête.
Το σκάφος βυθίστηκε στην καταιγίδα.

κυλώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un larme roula sur la joue de la petite fille.

βγαίνω από κτ

La fumée sortait de la cheminée.
Καπνός βγήκε από την καμινάδα.

δακρύζω

verbe intransitif (yeux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il faisait si froid que mes yeux ont commencé à pleurer.

μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ρίχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laisse-moi te faire couler un bain.

παφλάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La rivière clapotait autour du pied du pont.

εισρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλή ζωή

(familier) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il se la coule douce sur son yacht en Méditerranée.

χαλαρώνω

locution verbale (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bruce adore se la couler douce quand il est à sa cabane au bord du lac. La retraite est le bon moment pour se la couler douce.
Του Μπρους του αρέσει να χαλαρώνει όταν είναι στο εξοχικό στη λίμνη.

αφήνω κτ να περάσει

(figuré : ne pas réagir) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαπερνάω, διαπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαζεύω, χαζολογώ

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Arrête de traînasser et mets-toi au boulot !

χύνω αίμα

locution verbale (figuré : blesser ou tuer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ματώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στάζω, σταλάζω

(υγρό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'eau tombait au goutte à goutte du robinet qui fuyait.

δεν καταβάλω προσπάθεια, δεν προσπαθώ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle se la coule douce depuis le début de l'année et ne s'attend pas à réussir ses examens.
Δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια όλο τον χρόνο και δεν περιμένει να περάσει τις εξετάσεις της.

τρέχω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jerry s'est coupé en cuisinant et s'est mis à courir partout dans la maison tandis que le sang jaillissait de sa main.

διαρρέω, διαφεύγω

(liquide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'huile coulait du moteur et au bout d'un moment, ce dernier a grippé.
Από την μηχανή έσταζε λάδι και μετά από λίγο σταμάτησε να λειτουργεί.

τρέχω από κτ, στάζω από κτ

Le shampoing coule de la bouteille.

μεταφέρομαι, πασαλείβομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La boue sur ses vêtements est partie sur les meubles.
Η βρωμιά από τα ρούχα του μεταφέρθηκε στα έπιπλα.

έχω διαρροή

(un liquide, un gaz,...) (με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La voiture de Tom laisse s'écouler du liquide de direction.
Το αυτοκίνητο του Τομ χάνει υγρά από το υδραυλικό τιμόνι.

ξεχύνομαι

(liquide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après que le barrage eut cédé, l'eau coula à flot.
Αφότου έσπασε το φράγμα το νερό απλά ξεχύθηκε.

κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα

(liquide) (μέσα από κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'eau coulait dans les canaux. Terrifié, Neil pouvait sentir le sang couler dans ses veines.
Το νερό κύλησε γρήγορα μέσα στα κανάλια. Τρομοκρατημένος, ο Νηλ ένιωθε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του.

κυλάω, κυλώ

(liquide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Des larmes coulaient le long des joues des proches du défunts qui se tenaient près de la tombe. La chute d'eau coulait le long des rochers jusqu'à la piscine en dessous.
Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα των πενθούντων καθώς στέκονταν δίπλα στον τάφο. Ο καταρράκτης έτρεχε πάνω στα βράχια και μέσα στη λίμνη που βρίσκονταν από κάτω.

τα κάνω, κάνω κακά μου

(populaire) (αργκό)

κυλώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le ruisseau coulait en petites vagues le long de son canal.

στάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen a perdu connaissance et donc, Simon a fait couler de l'eau sur son visage.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του couler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του couler

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.