Τι σημαίνει το paste στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης paste στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paste στο Αγγλικά.

Η λέξη paste στο Αγγλικά σημαίνει πάστα, κόλλα, κολλάω, κολλώ, επικολλώ, ρίχνω, δίνω, κολλάω, κολλώ, κολλάω, κολλώ, ζύμη αμυγδάλου, αλοιφή αμυγδάλου, κάνω αντιγραφή κι επικόλληση, κάνω αποκοπή κι επικόλληση, κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ, κερί φινιρίσματος, μακέτα με κολάζ, επικόλλησης, ντοματοπελτές, τοματοπελτές, οδοντόκρεμα, οδοντόπαστα, κόλλα ταπετσαρίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης paste

πάστα

noun (moist mixture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Put the basil, garlic, and pine nuts in a food processor and mix to a paste with some olive oil.
Βάλε τον βασιλικό, το σκόρδο και τα κουκουνάρια σε ένα μίξερ και ανάμειξέ τα με λίγο ελαιόλαδο για να γίνουν μια πάστα.

κόλλα

noun (glue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children are putting paste on the bits of cardboard and sticking them together.
Τα παιδιά βάζουν κόλλα στα κομμάτια του χαρτονιού και τα κολλούν μεταξύ τους.

κολλάω, κολλώ

transitive verb (attach, glue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tara is pasting the poster on the wall.
Η Τάρα κολλάει την αφίσα στον τοίχο.

επικολλώ

transitive verb (computing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you take this section of text and paste it in here instead, your essay will be much better.

ρίχνω, δίνω

transitive verb (slang (hit) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma pasted George one right in the mouth.
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

κολλάω, κολλώ

phrasal verb, transitive, separable (stick or affix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children pasted glitter and small shapes onto the paper to make a birthday card.

κολλάω, κολλώ

phrasal verb, transitive, separable (stick to a wall or board)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paste up the wallpaper with paste made from water and flour.

ζύμη αμυγδάλου

noun (ground almond mixture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Almond paste is made using ground almonds and sugar.

αλοιφή αμυγδάλου

noun (US (marzipan)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω αντιγραφή κι επικόλληση

transitive verb (copy data and insert it elsewhere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's easy to copy and paste text to move it from one part of your document to another.

κάνω αποκοπή κι επικόλληση

verbal expression (move: text on screen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To cut and paste text, first highlight the text you wish to move.

κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ

verbal expression (move: text on screen) (με γενική: ενός αρχείου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can cut and paste internet images into the word processing document.

κερί φινιρίσματος

noun (finishing product for wood or metal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακέτα με κολάζ

noun (document prepared for printing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επικόλλησης

noun as adjective (involving a paste-up) (σε γενική, π.χ. τεχνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντοματοπελτές, τοματοπελτές

noun (concentrated paste made from tomatoes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jane spread tomato paste over the base of the pizza.

οδοντόκρεμα, οδοντόπαστα

noun (paste for cleaning teeth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Why does every single kind of toothpaste taste of mint?
Γιατί έχουν όλες οι οδοντόκρεμες γεύση μέντα;

κόλλα ταπετσαρίας

noun (uncountable (paste for attaching wallpaper)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Wallpaper paste can be kept for weeks if you put a cover on it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paste στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.