Τι σημαίνει το gum στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gum στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gum στο Αγγλικά.
Η λέξη gum στο Αγγλικά σημαίνει κόμμι, τσίχλα, κολλώδης ουσία, ούλο, μασάω με τα ούλα, χαλάω, καταστρέφω, κολλάω, κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω, τσιχλόφουσκα, εφηβικός, τσίχλα, μαστίχα, κόμμι dammar, δεντρόκολλα, ουλίτιδα, μασελάκι, μασελάκι, δέντρο που παράγει ρητίνη, Υγράμβαρη η στυρακοφόρος, υγραμβάρη, υγραμβάρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gum
κόμμιnoun (tree, plant: sap) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Early erasers were made from natural gum. Οι αρχικές γομολάστιχες ήταν φτιαγμένες από φυσικό κόμμι. |
τσίχλαnoun (confectionery for chewing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alex always chewed gum in class. Η Άλεξ πάντα μασούσε τσίχλα στην τάξη. |
κολλώδης ουσίαnoun (sticky substance) Some sort of gum was stuck to Mike's shirt. Κάποιο είδος κολλώδου ουσίας είχε κολλήσει στο πουκάμισο του Μάικ. |
ούλοnoun (usually plural (tissue around teeth) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The dentist told Marie that she needed to floss more to take care of her gums. Ο οδοντίατρος είπε στη Μαρί ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί συχνότερα οδοντικό νήμα για την προστασία των ούλων της. |
μασάω με τα ούλαtransitive verb (chew with the gums) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The baby dribbled as he gummed his teething biscuit. Το μωρό έβγαζε σάλια καθώς μασούσε το μπισκότο οδοντοφυίας με τα ούλα του. |
χαλάω, καταστρέφωphrasal verb, transitive, separable (ruin [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hallie really gummed this whole project up when she decided to give the boss our plan before we had a chance to revise it. |
κολλάωphrasal verb, intransitive (become sticky, stuck) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The paint was left out and after a day it started to gum up. |
κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρωphrasal verb, transitive, separable (cause [sth] not to operate properly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Orange juice has gummed up the toy's gears. Ο χυμός πορτοκάλι φράκαρε (or: μπλόκαρε) τις ταχύτητες του παιχνιδιού. |
τσιχλόφουσκαnoun (confectionery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You've got some bubble gum stuck to the sole of your shoe. |
εφηβικόςadjective (figurative, informal (sweet, insubstantial) (ρομαντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τσίχλα, μαστίχαnoun (confectionery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I use chewing gum as a substitute for cigarettes when I'm trying to quit smoking. Όταν προσπαθώ να σταματήσω το κάπνισμα χρησιμοποιώ τσίχλες ως υποκατάστατο των τσιγάρων. |
κόμμι dammarnoun (tree resin) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δεντρόκολλαnoun (sap of acacia tree: binder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Watercolours are made from pigments bound with gum arabic. |
ουλίτιδαnoun (dental infection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This toothpaste is more effective than that one in preventing gum disease. |
μασελάκιnoun (protector worn in the mouth) (για προστασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μασελάκιnoun (protector worn in the mouth) (για προστασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δέντρο που παράγει ρητίνηnoun (tree that exudes gum) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Υγράμβαρη η στυρακοφόροςnoun (eastern US tree) (δέντρο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υγραμβάρηnoun (wood of eastern US tree) (ξύλο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υγραμβάρηnoun (amber of eastern US tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gum στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του gum
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.