Τι σημαίνει το past στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης past στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του past στο Αγγλικά.

Η λέξη past στο Αγγλικά σημαίνει μετά, πάνω από, παρελθόν, αόριστος, προηγούμενος, παλιότερος, περασμένος, πρώην, τελευταίος, πριν, παρελθοντικός, -, παρελθόν, παρελθόν, και, πέρα από, -, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, περνάω ξυστά, περνάω, ξεπερνάω, περνάω, ξεπερνάω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, αγνοώ, αδιαφορώ, περνάω από δίπλα, ξεπερνάω, περνάω δίπλα, ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι, παραβλέπω, βλέπω πέρα από, περνάω με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και τέταρτο, παρελθόν, αναδρομή στο παρελθόν, απομακρύνομαι από τις παραδόσεις, απομάκρυνση από τις παραδόσεις, <div>περνάω δίπλα από κτ/κπ , περνώ δίπλα από κτ/κπ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, περνάω, περνώ, μακρινό παρελθόν, νικητής, νικήτρια, πλειοψηφικό σύστημα, υπερπτήση, περνάω, περνάω, ένδοξο παρελθόν, και μισή, και μισή, στο παρελθόν, στο παρελθόν, τον παλιό καιρό, στο παρελθόν, αόριστος διαρκείας, ληξιπρόθεσμος, περασμένα ξεχασμένα, ιστορικό ασθενούς, προηγούμενη ζωή, μάστορας, μετοχή αορίστου, υπερσυντέλικος, παρελθοντικός χρόνος, παρελθόν, ληξιπρόθεσμο χρέος, ληξιπρόθεσμος λογαριασμός, περνάω σπρώχνοντας, και τέταρτο, κατάλοιπο του παρελθόντος, απομεινάρι, μακρινό παρελθόν, περνάω με θόρυβο, αόριστος, περνάω γρήγορα, περνάω γρήγορα από κπ/κτ, περνάω, περνώ, περνώ από κπ/κτ, παριστάνω τον γενναίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης past

μετά

preposition (beyond in position)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I am a little past the pharmacy right now.
Είμαι λίγο μετά το φαρμακείο τώρα.

πάνω από

preposition (beyond in number)

He is past the retirement age for his company.
Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του.

παρελθόν

noun (time gone by)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the past, we used to wash our clothes by hand.
Παλιά πλέναμε τα ρούχα στο χέρι.

αόριστος

noun (grammar: past tense)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The word "ate" is the past of "eat".
Ο αόριστος του «τρώω» είναι «έφαγα».

προηγούμενος, παλιότερος

adjective (previous) (σε χρονολογική σειρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Past governments were not friendly to the press.
Προηγούμενες (or: παλιότερες) κυβερνήσεις δεν ήταν φιλικές προς τον τύπο.

περασμένος

adjective (done, over)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Past events are over; let's concentrate on the present.

πρώην

adjective (former)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The three past Senators are no longer involved in government.

τελευταίος

adjective (recent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
During the past few days, it has rained a lot.
Τις τελευταίες μέρες έβρεξε πολύ.

πριν

adjective (dated (ago)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He worked as a cook five years past.
Δούλευε ως μάγειρας πέντε χρόνια πριν.

παρελθοντικός

adjective (grammar) (γραμματική: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He uses the past tense incorrectly at times.

-

adverb (by) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He walked past the pharmacy.
Πέρασε το φαρμακείο.

παρελθόν

noun (background)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The past helps to explain the present.

παρελθόν

noun (personal history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
While he seemed like a nice person, he hid his past from everybody.

και

preposition (time: after)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I'll see you at five past four this afternoon.
Θα σε δω στις τέσσερις και πέντε το απόγευμα.

πέρα από

preposition (beyond)

The escaped convict is past the reach of the law. This quantity of food is well past what I'm used to consuming at a single meal.

-

preposition (no longer able to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'm way past staying up all night.
Δεν μπορώ πια να μένω ξύπνιος όλη νύχτα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (figurative (move fast)

The car blazed past in a cloud of exhaust fumes.

περνάω ξυστά

phrasal verb, transitive, inseparable (skim in passing)

περνάω, ξεπερνάω

phrasal verb, intransitive (move beyond an obstruction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rocks had fallen on the road and we could not get past.

περνάω, ξεπερνάω

phrasal verb, transitive, inseparable (move beyond: an obstruction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The driver was unable to get past the roadblock.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (recover from [sth] negative)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't get past my disappointment that the trip had been cancelled.

αγνοώ, αδιαφορώ

phrasal verb, transitive, inseparable (disregard, not be distracted by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was difficult to look past the unsightly mole on his face.

περνάω από δίπλα

phrasal verb, intransitive (go by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The crowd were waving flags as the president's car moved past.

ξεπερνάω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (pain, etc.: get over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Natalie has moved past the disappointment of splitting up with her last boyfriend, and is much happier now.

περνάω δίπλα

phrasal verb, transitive, inseparable (go by, pass) (από κάποιον, κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thompson moved past the other runners into first position in the race.

ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι

phrasal verb, transitive, separable (informal (check [sth] with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll run those dates by my boss to make sure he's available then.

παραβλέπω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (disregard: negative aspects of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω πέρα από

phrasal verb, transitive, inseparable (not be mislead by) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω με ιλιγγιώδη ταχύτητα

phrasal verb, intransitive (figurative (go by fast)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A motorbike zoomed past as I was about to cross the road.

και τέταρτο

expression (time: fifteen minutes after) (ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He arrived at a quarter past nine.

παρελθόν

noun (informal ([sth] no longer a problem) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναδρομή στο παρελθόν

noun (informal ([sth] unexpectedly nostalgic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απομακρύνομαι από τις παραδόσεις

verbal expression (abandon tradition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My cousin broke with the past and didn't cook a turkey for Thanksgiving.

απομάκρυνση από τις παραδόσεις

noun (abandoning tradition)

In a break with the past, young women's fathers no longer give them away during the wedding ceremony.

<div>περνάω δίπλα από κτ/κπ , περνώ δίπλα από κτ/κπ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

(pass by)

I motioned to the taxi driver to stop, but he cruised past me.

περνάω, περνώ

(pass)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John waved from the car window as he cruised past.

μακρινό παρελθόν

noun (a time long ago)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The light you see from stars is light from the distant past.

νικητής, νικήτρια

adjective (winner of race)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Pete won some money because he bet on the horse that was first-past-the-post.

πλειοψηφικό σύστημα

noun (election by simple majority) (εκλογές)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
First-past-the-post is the electoral system used to elect parliament in the UK.

υπερπτήση

noun (aircraft: flypast)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pilot did a flyover above the children's birthday party.

περνάω

(pass by, move past)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The crowd watched as the parade went past.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω

(pass by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy went past Joe's house on her way to the church.
Η Άμι πέρασε το σπίτι του Τζόι καθώς πήγαινε στην εκκλησία.

ένδοξο παρελθόν

noun (prosperous history)

και μισή

preposition (thirty minutes after (the hour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
School usually finishes at half past three, but today we finished at half two!
Κανονικά σχολάμε στις τρεισήμισι, αλλά σήμερα σχολάσαμε στις δυόμισι!

και μισή

adjective (informal (thirty minutes after (the hour)) (καθομιλουμένη)

I finish work at 5, so I'll drop by to pick you up at about half past.
Σχολάω από τη δουλειά στις 5, οπότε θα περάσω να σε πάρω κατά τις και μισή.

στο παρελθόν

adverb (previously)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the past I always cycled to work but I live too far away now.
Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά.

στο παρελθόν, τον παλιό καιρό

adverb (long ago, in earlier times)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the past, long before modern industrialization, all the work was done by hand.
Τον παλιό καιρό, πολύ πριν τη σημερινή εκβιομηχάνιση, όλες οι δουλειές γίνονταν με τα χέρια.

στο παρελθόν

adverb (backwards in time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm writing a novel about a man who travels into the past.

αόριστος διαρκείας

noun (grammar: past progressive tense)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ληξιπρόθεσμος

adjective (payment: overdue, late)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Services will be reconnected when the past-due payment has been paid.

περασμένα ξεχασμένα

noun ([sth] that has been forgiven)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That fight between the girls was past history, it was water under the bridge.

ιστορικό ασθενούς

noun (patient's medical history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor asked the man a number of questions to establish his past history when he came in with pains in his chest.

προηγούμενη ζωή

noun (previous incarnation)

μάστορας

noun (person: skilled) (μεταφορικά: σε κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't believe a word he says. He's a past master at lying.

μετοχή αορίστου

noun (perfect-tense verb form)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
“Eaten” is the past participle of "eat".

υπερσυντέλικος

noun (grammar: pluperfect, verb tense of action previously completed) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We use the past perfect to say that one action happened before another.

παρελθοντικός χρόνος

noun (grammar: verb tense of past actions or states)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The past tense of the verb 'to walk' is 'walked'.

παρελθόν

noun (period in history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ληξιπρόθεσμο χρέος

noun (unpaid debt) (οικονομικά)

The past-due account will be reported to all national credit bureaus.

ληξιπρόθεσμος λογαριασμός

noun (notice of late payment)

There was a mountain of past-due bills on the desk.

περνάω σπρώχνοντας

verbal expression (move by shoving)

He rudely pushed his way to the stage.

και τέταρτο

noun (fifteen minutes after the hour) (χρόνος)

It's three o'clock now; I can stay here till quarter past.
Τώρα είναι τρεις. Μπορώ να μείνω εδώ μέχρι τις και τέταρτο.

κατάλοιπο του παρελθόντος, απομεινάρι

noun ([sth] obsolete, outmoded)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μακρινό παρελθόν

noun (time long ago)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This ruin was inhabited by a farming family some time in the remote past.

περνάω με θόρυβο

(figurative (vehicle: go past noisily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The traffic on the motorway roared by.

αόριστος

noun (grammatical tense: preterit) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περνάω γρήγορα

(go by rapidly)

Gareth stood at the side of the racetrack, watching as the horses swept by.

περνάω γρήγορα από κπ/κτ

(move rapidly past [sth], [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cars swept past the front of the house.

περνάω, περνώ

(go by on foot) (με τα πόδια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Every day, I sit at my window, watching the children walk past on their way to school.

περνώ από κπ/κτ

(go by on foot) (με τα πόδια)

παριστάνω τον γενναίο

verbal expression (US, figurative (put on a brave face)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του past στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του past

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.