Τι σημαίνει το spread στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spread στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spread στο Αγγλικά.

Η λέξη spread στο Αγγλικά σημαίνει εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, μεταδίδω, εξαπλώνω, ανοίγω, απλώνω, ανοίγω, απλώνω, αλείφω, αλείφω, απλώνω, εξάπλωση, άνοιγμα, ανάπτυγμα, φάρμα, τραπεζομάντηλο, κάλυμμα, spread, πλουσιοπάροχο γεύμα, άλειμμα, άνοιγμα, ανάπτυγμα, μαργαρίνη, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, εξαπλώνομαι, αλείφομαι, μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι, απλώνω, απλώνω, μοιράζω, σκορπίζω, σκορπάω, σκορπώ, τεντώνομαι, άλειμμα σοκολάτας, διάδοση στην κοινότητα, συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας, βγάζω βρώμα, με απλωμένα τα χέρια και τα πόδια, με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια, διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία, ανοίγω, απλώνομαι, χωρίζομαι, απλωμένος, απλωμένος, απλωμένος, διαδίδω τα νέα, ανοίγω τα πόδια, ανοίγω τα φτερά μου, υπερβάλλω εαυτόν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spread

εξαπλώνομαι

intransitive verb (expand)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Christianity gradually spread across Europe. The fire spread throughout the house.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε σταδιακά στην Ευρώπη. Η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το σπίτι.

εκτείνομαι

(figurative (extend as far as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His thirst for knowledge spreads to philosophy and even mathematics.
Η δίψα του για μάθηση εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι και τα μαθηματικά.

μεταδίδω, εξαπλώνω

transitive verb (propagate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Infected animals spread disease across the country.
Τα μολυσμένα ζώα μεταδίδουν την ασθένεια σε όλη τη χώρα.

ανοίγω, απλώνω

transitive verb (display, show off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The peacock spread his tail.
Το παγόνι άνοιξε την ουρά του.

ανοίγω, απλώνω

transitive verb (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her mother spread her arms wide to welcome her home.
Η μητέρα της άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της για να την καλωσορίσει στο σπίτι.

αλείφω

transitive verb (layer, smear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't find a knife to spread this peanut butter.
Δεν μπορώ να βρω μαχαίρι για να αλείψω αυτό το φυστικοβούτυρο.

αλείφω

(layer, smear) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He spread butter on the toast.
Άλειψε το ψωμί του με βούτυρο.

απλώνω

(lay flat) (σε κάτι ή πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spread the shirt across the ironing board.
Άπλωσε το πουκάμισο πάνω στη σιδερώστρα.

εξάπλωση

noun (diffusion, expansion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Historians study the spread of Christianity.
Οι ιστορικοί μελετούν την εξάπλωση του χριστιανισμού.

άνοιγμα, ανάπτυγμα

noun (extent, span)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spread of the branches covered the garden with shade.

φάρμα

noun (US, colloquial (ranch, home)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You've got a nice spread here.

τραπεζομάντηλο

noun (tablecloth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They had to buy a new spread for the table.

κάλυμμα

noun (bedcover)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spread on their bed matched the drapes.

spread

noun (finance: price difference)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That stock is not traded much, so there is a large spread.

πλουσιοπάροχο γεύμα

noun (informal (feast)

Mother set out a delicious spread for Christmas dinner.

άλειμμα

noun (paste for bread)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mick puts cheese spread on his crackers.

άνοιγμα, ανάπτυγμα

noun (wing span)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This butterfly's wings have a spread of ten inches.

μαργαρίνη

noun (butter substitute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I refuse to use that tasteless spread; I will only eat real butter.

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

intransitive verb (extend evenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water spread over the entire floor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης.Η έρημος εκτείνεται σε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

εκτείνομαι, εξαπλώνομαι

intransitive verb (extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The mountains spread to the sea.

αλείφομαι

intransitive verb (be spreadable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Margarine spreads more easily than butter.

μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι

intransitive verb (be transmitted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The virus spread through the school.

απλώνω

transitive verb (move farther apart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coach spread the players across the field.

απλώνω

transitive verb (paint: apply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First, spread the paint over the area.

μοιράζω

transitive verb (distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's important to spread the wealth.

σκορπίζω, σκορπάω, σκορπώ

transitive verb (scatter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My father is spreading seeds in the garden.

τεντώνομαι

phrasal verb, intransitive (lie down, sprawl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cat spreads out on the blanket like a lion in the sun.
Η γάτα τεντώνεται στην κουβέρτα όπως ένα λιοντάρι στον ήλιο.

άλειμμα σοκολάτας

noun (chocolate-flavored paste)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nutella is a popular chocolate spread.

διάδοση στην κοινότητα

noun (infection of unknown source)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The lockdown started after the health department detected community spread of the virus.

συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας

noun (bodily change)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βγάζω βρώμα

(slang, figurative (share rumours) (μεταφορικά: φήμες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με απλωμένα τα χέρια και τα πόδια, με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια

adjective (person: with limbs outstretched) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The torture victim was laid out spread-eagle on the table.

διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία

verbal expression (spread very quickly)

ανοίγω

(extend, splay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spread your fingers out as wide as you can.
Ανοίξτε τα δάχτυλά σας όσο πιο πολύ μπορείτε.

απλώνομαι

(be separated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The players spread out.
Οι παίκτες απλώθηκαν.

χωρίζομαι

(split up to search)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's spread out so we can cover a larger area. We don't have much time.
Ας χωριστούμε για να καλύψουμε μεγαλύτερη περιοχή. Δεν έχουμε πολλή χρόνο.

απλωμένος

adjective (scattered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Where I live, people's houses are so spread out that we never hear our neighbors.

απλωμένος

adjective (splayed, apart)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Max was sleeping with his legs spread out on the huge bed.

απλωμένος

adjective (lying down, sprawled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Natasha's body was spread out on the couch in deep sleep.

διαδίδω τα νέα

verbal expression (make others aware)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω τα πόδια

verbal expression (slang, vulgar (woman: have sex) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω τα φτερά μου

verbal expression (figurative (do [sth] more ambitious) (μεταφορικά)

υπερβάλλω εαυτόν

verbal expression (figurative (try to do too much)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spread στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spread

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.