Τι σημαίνει το paz στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης paz στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paz στο ισπανικά.
Η λέξη paz στο ισπανικά σημαίνει ειρήνη, -, -, ειρήνη, ηρεμία, ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ηρεμία, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, ηρεμία, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία, αρμονία, πνευματική γαλήνη, πνευματική ηρεμία, ειρηνεύω, ειρηνιστής, αιωνία του/της η μνήμη, ο Θεός μαζί σου, πορεύσου εν ειρήνη, διατήρηση της ειρήνης, ειρήνη, ειρηνοδίκης, ένδειξη καλής θέλησης, πίπα της ειρήνης, λευκή περιστερά, δικαίωμα στην ασφάλεια, δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη, βραβείο Νόμπελ, καταφύγιο, εσωτερική ηρεμία, εσωτερική γαλήνη, άτομο με άδεια τέλεσης γάμου, επί γης ειρήνη, παγκόσμια ειρήνη, κλαδί ελιάς, ειρηνοδίκης, ειρήνη και αγάπη, γραμμές ειρήνης, ειρηνευτικός διάλογος, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά, έρχομαι ειρηνικά, αφήνω κπ στην ησυχία του, τείνω κλάδο ελαίας, αφήνω ήσυχο, αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνη, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, ειρηνευτικός, ειρηνικός, ήσυχος, ειρηνευτική δύναμη, χριστιανική ειρήνη, αφήνω κπ στην ησυχία του, σήμα της ειρήνης, ειρηνευτική συμφωνία, καρχηδόνια ειρήνη, Λα Πας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης paz
ειρήνηnombre femenino (όχι πόλεμος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después que terminó la guerra, hubo 30 años de paz antes que comenzara la próxima guerra. Μετά τη λήξη του πολέμου, πέρασαν 30 χρόνια ειρήνης μέχρι τον επόμενο πόλεμο. |
-nombre femenino (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tras años de depresión, él finalmente está en paz consigo mismo. Μετά από χρόνια κατάθλιψης, επιτέλους τα έχει βρει με τον εαυτό του. |
-nombre femenino (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Las dos naciones enfrentadas firmaron la paz tras tres años de guerra. Οι δυο χώρες συνθηκολόγησαν μετά από τρία χρόνια πολέμου. |
ειρήνηnombre femenino (έλλειψη πολέμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El país entró en una período de paz décadas después de la guerra civil. |
ηρεμία, ησυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sí, llévate a los niños fuera de la casa. Necesito paz. Ναι, σε παρακαλώ, πήγαινε τα παιδιά μια βόλτα. Μου χρειάζεται λίγη ηρεμία. |
ηρεμίαnombre femenino (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Redescubrió la paz una que olvidó sus preocupaciones. Βρήκε ξανά την ηρεμία του μόλις πέρασαν οι ανησυχίες του. |
γαλήνη, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La biblioteca es un refugio de paz dentro de la ciudad. |
γαλήνη, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La familia buscó un centro vacacional donde la calma fuera el principal atractivo. |
ησυχία, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Por su tranquilidad Cindy nunca llamaba la atención en la escuela. |
ηρεμία, ησυχία, γαλήνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρμονίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los dos países vivían en armonía hasta que estalló la guerra. |
πνευματική γαλήνη, πνευματική ηρεμία
La meditación te ayudará a desarrollar serenidad. Ο διαλογισμός θα σε βοηθήσει να αποκτήσεις πνευματική γαλήνη (or: πνευματική ηρεμία). |
ειρηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército tenía la orden de pacificar la zona circundante. |
ειρηνιστής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αιωνία του/της η μνήμηexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi difunto padre, que descanse en paz, hubiera sabido qué hacer en este caso. |
ο Θεός μαζί σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πορεύσου εν ειρήνηexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατήρηση της ειρήνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El esfuerzo de las Naciones Unidas hacia la preservación de la paz fue apreciado por los civiles. Οι πολίτες εκτίμησαν τις προσπάθειες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης. |
ειρήνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Debemos mantener un ejército fuerte incluso durante el período de paz. |
ειρηνοδίκηςlocución nominal común en cuanto al género (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) No necesitamos un sacerdote para casarnos, podemos ir a un juez de paz. |
ένδειξη καλής θέλησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Después de una terrible pelea, mi marido me compró dos docenas de rosas como ofrenda de paz. |
πίπα της ειρήνηςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Se los veía en la película, formando una ronda y fumando la pipa de la paz. |
λευκή περιστεράlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una de las "Cuatro Libertades" de Roosvelt era el derecho a vivir en paz. |
δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Naciones Unidas envió a las fuerzas de paz para mantener la paz en la región. |
βραβείο Νόμπελlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταφύγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εσωτερική ηρεμία, εσωτερική γαλήνηlocución nominal femenina ¿Notaste la paz interior que refleja su mirada? |
άτομο με άδεια τέλεσης γάμουlocución nominal con flexión de género (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επί γης ειρήνηnombre femenino (λόγιος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gloria a Dios en las alturas y paz en la Tierra a los hombres que ama el Señor. |
παγκόσμια ειρήνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλαδί ελιάςlocución nominal femenina (racimo de olivas) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ειρηνοδίκηςlocución nominal con flexión de género (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ειρήνη και αγάπηexpresión |
γραμμές ειρήνηςlocución nominal femenina plural (Irlanda del Norte) (Β. Ιρλανδία) |
ειρηνευτικός διάλογοςlocución nominal femenina plural |
αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Déjalo en paz. Μην τον ενοχλείς. |
συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es incapaz de vivir en paz con quienes le rodean. |
έρχομαι ειρηνικάlocución verbal No temas, vengo en son de paz. |
αφήνω κπ στην ησυχία του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τείνω κλάδο ελαίαςlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω ήσυχο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Solo quiero que me dejen tranquilo para poder seguir con mi novela. |
αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de varios años en conflictos, los dos países consiguieron firmar la paz. |
επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύσηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En la actualidad hay negociadores buscando la paz en Oriente Medio. |
ειρηνευτικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las fuerzas para mantener la paz se dirigieron hacia la zona destruida por la guerra. Οι ειρηνευτικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν στην εμπόλεμη περιοχή. |
ειρηνικόςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La economía en tiempos de paz mejoró conforme el gobierno dejó de gastar dinero en la guerra. |
ήσυχοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me siento en paz ahora que el divorcio es definitivo. |
ειρηνευτική δύναμη
|
χριστιανική ειρήνηlocución nominal masculina |
αφήνω κπ στην ησυχία του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja en paz a tu hermana, ¿no ves que intenta hacer su tarea? Άσε ήσυχη την αδερφή σου, δεν βλέπεις ότι προσπαθεί να διαβάσει; |
σήμα της ειρήνης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ειρηνευτική συμφωνίαlocución nominal masculina |
καρχηδόνια ειρήνηnombre femenino (figurativa (impuesta a la fuerza) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Λα Παςnombre propio femenino (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paz στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του paz
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.