Τι σημαίνει το en στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης en στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en στο ισπανικά.

Η λέξη en στο ισπανικά σημαίνει μέσα σε, σε, πάνω σε, σε, σε, σε, -, σε, εδώ και, με, σε, σε, σε, -, σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, κατά, σε, κατά τη διάρκεια, σε, -, σε, πάνω σε, με, εντός, σε, σε, σε, σε, σε, για, πάνω, -, έχει κάτι, σε, σε, στον, στην, στο, σε, σε, -, σε, σε, σε κάθε, υπό, υπό, σε, -, έχει, δείχνει, παίζει, με, στη σκηνή, ισχύω, στη βάση, στο σπίτι, -, εποχής, στο γραφείο, ντόπιος, που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει, αποτυχημένος, αξιοσημείωτος, σημαντικός, κόκκαλο, σίγουρος, βέβαιος, αξιόπιστος, υπερβολικός, ακραίος, έγκυρος, περιστασιακός, ευκαιριακός, σποραδικός, εκκολαπτόμενος, ανάγλυφος, ενεργός, ετοιμόρροπος, άνεργος, κατοχυρωμένος, κεκτημένος, φλεγόμενος, κυβερνών, μικροσκοπικός, λιλιπούτειος, γυμνόστηθη, ετοιμόρροπος, κυρτός, καμπυλωτός, κονσέρβα, παχουλός, στρουμπουλός, υπόχρεος, σε ηλικία γάμου, χερσαίος, αφηρημένος, μεταβατικός, που μοιάζει με σκόνη, εμφιαλωμένος, αφηρημένος, ξεχασιάρης, λάιτ, προληπτικός, αντιπολεμικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης en

μέσα σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dejé tu libro en el coche.
Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο.

σε

preposición

Entró en la habitación después de que te fueras.
Μπήκε στο δωμάτιο αφού έφυγες.

πάνω σε

Tu libro está en la mesa.
Το βιβλίο σου είναι στο τραπέζι.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La foto está en la pared.
Ο πίνακας είναι στον τοίχο.

σε

preposición

Vivo en un pequeño pueblo en Francia, pero mi familia vive en Londres.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ellos compraron una casa en un lago.
Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Me iré en marzo.
Θα φύγω τον Μάρτιο.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Él ha estado en el equipo de fútbol por varios años.
Είναι στην ποδοσφαιρική ομάδα εδώ και αρκετά χρόνια.

εδώ και

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡No te he visto en años! ¿Cómo estás?

με

preposición (μέσο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¿Nos vamos en carro o en taxi?
Θα πάμε με αυτοκίνητο ή με ταξί;

σε

preposición (κατηγορία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Trabaja en marketing.
Απασχολείται στο μάρκετινγκ.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Me habló en español.
Μου μίλησε στα ισπανικά.

σε

preposición (κατάσταση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El plato estaba roto en pedazos en el suelo.
Το πιάτο ήταν σκορπισμένο σε κομμάτια στο πάτωμα.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La casa está en llamas.
Το σπίτι πήρε φωτιά.

σε

preposición

El abrigo está colgado en la percha.

σε

preposición

Deberías ponerte un vendaje en esa herida.

σε

preposición

La película está basada en una novela del siglo XVIII.

σε

preposición

Podemos comer nuestros emparedados en el tren.

σε

preposición

Mi madre participó en el jurado de un juicio por asesinato.

σε

preposición (televisión)

¿Qué hay en el canal 4 esta noche?

σε

Leah está en un viaje de negocios en Londres.

σε

preposición

Lo vieron en televisión.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Hubo un descenso en las matriculaciones durante el último trimestre.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¿Has leído eso en un libro?

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Si puedes tocarla en fa, puedo cantarla.

κατά

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La emisiones de CO2 se han reducido en un 5% el último año.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Continuaremos sobre esa base.
Θα συνεχίσουμε σε αυτήν τη βάση.

κατά τη διάρκεια

(día, noche)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La calle es muy ruidosa de día, pero de noche está tranquila.
Ο δρόμος είναι πολύβουος την ημέρα αλλά πολύ ήσυχος τη νύχτα.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Llámame dentro de dos días.
Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες.

-

(con días) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Siempre salgo a trotar los domingos. Vamos al cine el martes. ¿Estás libre el 6 de junio?
Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί.

σε

preposición (τοποθεσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Él está en casa en este preciso momento.
Είναι στο σπίτι τώρα.

πάνω σε

Anna subió por la escalera para estar en el techo.
Η Άννα σκαρφάλωσε σε μια σκάλα για να ανέβει στη σκεπή.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Él incursionó en la arquitectura después de sus estudios.
Εντρύφησε στην αρχιτεκτονική μετά τις σπουδές του.

εντός

(με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi pedido llegó por correo en una semana.

σε

preposición (παρουσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ella está en una reunión.
Είναι σε μια σύσκεψη.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Él se metió en problemas por sus comentarios hirientes.
Τα αγενή του σχόλια τον έβαλαν σε μπελάδες.

σε

(όχι συνολικά)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta canción es popular en toda Europa. // La mutación genética se encuentra en muchas poblaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το τραγούδι είναι δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη.

σε

preposición

Le pegó en la cabeza y escapó corriendo.
Τον χτύπησε στο κεφάλι και έφυγε τρέχοντας.

σε

La boda es en unas cuantas semanas y ella todavía no ha elegido el vestido.
Ο γάμος είναι μόλις λίγες εβδομάδες μακριά και δεν έχει επιλέξει ακόμα το φόρεμά της.

για

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
John está en la IBM, es director de marketing.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πατέρας μου εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.

πάνω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ellos están en Nueva York.
Θα πάμε πάνω στη Θεσσαλονίκη για διακοπές.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La casa estaba en llamas cuando volvimos de nuestras vacaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για παράδειγμα: φλεγόμενος, κοιμώμενος

έχει κάτι

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Hay algo en su voz que me pone nervioso.
Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
En reposo no quemamos muchas calorías.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tienes que ver la casa en sus mejores condiciones.

στον, στην, στο

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estamos de lleno en la última etapa de nuestro proyecto.
Έχουμε προχωρήσει πολύ στο τελευταίο στάδιο του πρότζεκτ μας.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tú entraste en un acuerdo legal cuando firmaste.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La casa cayó en estado de abandono.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Estamos en pleno mes de mayo.
Πλέον έχουμε μπει για τα καλά στον Μάιο.

σε

(dar un golpe en un objetivo)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El peleador recibió un puño en la quijada.
Ο πυγμάχος δέχτηκε ένα χτύπημα στο πιγούνι.

σε

preposición (δείχνει αποτέλεσμα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estaba roto en pedazos.

σε κάθε

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay cien centímetros en un metro.

υπό

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El producto todavía está en garantía.
Το προϊόν είναι ακόμα υπό εγγύηση.

υπό

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
En estas circunstancias estamos contentos.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
No soy bueno en ajedrez.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Estuviste en el pub anoche?
Ήσουν στην παμπ χτες;

έχει, δείχνει, παίζει

(televisión) (η τηλεόραση, το ράδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están dando tu programa favorito.
Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή.

με

(χρονικό διάστημα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Las cosas se ponían más difíciles minuto a minuto. Bajaron la calle caminando dos a dos.
Περπατούσαν στο δρόμο ανά δύο.

στη σκηνή

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Siempre tengo pánico escénico, pero estoy bien una vez que estoy en escena.

ισχύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Todavía está en pie la fiesta de esta noche?

στη βάση

locución adverbial (béisbol)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ellos tienen tres hombres en la base.

στο σπίτι

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me temo que George no está en casa ahora mismo.
Φοβάμαι ότι ο Γιώργος δεν είναι σπίτι τώρα.

-

locución adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Fue puesta en el poder por el voto de una amplia mayoría.
Την ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία.

εποχής

(γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tienes que esperar un mes más para que las frambuesas estén en temporada.
Πρέπει να περιμένεις έναν ακόμη μήνα, για να έρθει η εποχή των βατόμουρων.

στο γραφείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El médico no estaba en la oficina, así que le dejé un mensaje.

ντόπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es oriundo de Texas.
Είναι γέννημα-θρέμμα Τεξανός.

που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Emily quiere comprarse una casa, pero es insolvente.
Η Έμιλι θέλει να αγοράσει ένα σπίτι, αλλά είναι αδέκαρη.

αποτυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El negocio fallido despidió a la mitad de su plantilla en un intento de recortar gastos.
Η αποτυχημένη επιχείρηση απέλυσε το μισό προσωπικό της σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος.

αξιοσημείωτος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah tenía que escribir un ensayo sobre un evento considerable que sucedió en China en 1850.
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

κόκκαλο

(αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Estaba tan borracho anoche que no recuerdo cómo llegué a casa.
Ήμουν τόσο κόκκαλο χτες το βράδυ που δεν θυμάμαι πως έφτασα σπίτι.

σίγουρος, βέβαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La elegancia equilibrada de Davina mientras miraba el partido llamó la atención de todos.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El dueño del negocio tenía suerte de tener empleados confiables que mantuvieran todo funcionando mientras él no estaba.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

υπερβολικός, ακραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El mánager de la joven cantante la sometió a una presión exagerada, haciéndola asumió una carga de trabajo que la dejó exhausta.

έγκυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si te para la policía, tienes que enseñarles una licencia de conducir válida.
Εάν σε σταματήσει η αστυνομία, πρέπει να δείξεις έγκυρη άδεια οδήγησης.

περιστασιακός, ευκαιριακός, σποραδικός

(αραιός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toma un trago ocasional, pero nunca le afecta.

εκκολαπτόμενος

(άνθρωπος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Su hijo mayor, Marcos, es un escritor incipiente.
Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Μαρκ, είναι εκκολαπτόμενος συγγραφέας.

ανάγλυφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El sello repujado tiene la imagen de una luna y estrellas.

ενεργός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un abogado activo desde hace 30 años.
Είναι εν ενεργεία δικηγόρος επί τριάντα χρόνια.

ετοιμόρροπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay muchas casas derruidas a lo largo de la playa.

άνεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La policía arrestó a una mujer desempleada que estaba en la escena.
Η αστυνομία συνέλαβε μια άνεργη γυναίκα που βρισκόταν στο σημείο.

κατοχυρωμένος, κεκτημένος

(derecho)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los jubilados tienen derechos establecidos en su fondo de pensión.
Οι συνταξιούχοι λαμβάνουν κατοχυρωμένα επιδόματα από το ταμείο συντάξεων.

φλεγόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Un llameante trozo de madera voló por los aires.

κυβερνών

(en el poder)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
El partido gobernante está en contra de esa política.

μικροσκοπικός, λιλιπούτειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El juguete preferido de mi hijo es un dinosaurio miniatura.

γυμνόστηθη

(mujer) (γυναίκα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετοιμόρροπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Patty estaba cansada no tener dinero y vivir en una casa destartalada.

κυρτός, καμπυλωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κονσέρβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tienda tiene el pescado enlatado de oferta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι τροφές σε κονσέρβα έχουν πολλά συντηρητικά.

παχουλός, στρουμπουλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mujer grande acomodó su carnoso cuerpo en una silla.

υπόχρεος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε ηλικία γάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ahora que era núbil, la señorita quería conocer a un hombre para casarse.

χερσαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los autobuses terrestres son populares entre los turistas en África.

αφηρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jocelyn es una persona rigurosa y no le gusta tratar con despistados.

μεταβατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μοιάζει με σκόνη

(arena)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nos encanta la arena fina de las playas tropicales.

εμφιαλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αφηρημένος, ξεχασιάρης

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El profesor es muy inteligente pero despistado, siempre olvida dónde ha dejado las llaves o la billetera.

λάιτ

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brian escogió la opción de almuerzo ligero en el restaurante.

προληπτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του en

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.