Τι σημαίνει το peep στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peep στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peep στο Αγγλικά.

Η λέξη peep στο Αγγλικά σημαίνει ματιά, τιτίβισμα, κιχ, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ, ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ, ξεπροβάλλω, τιτιβίζω, κρυφοκοιτάζω, κουκουτά, κουκουτσά, ματιά, κρυφτό, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώ, ξεπροβάλλω, ερωτική ταινία που προβάλλεται σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής με την εισαγωγή χρημάτων σε μηχάνημα, peep toe, παπούτσια peep toe, ρίχνω μια ματιά σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peep

ματιά

noun (quick, secretive look)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry's peep through the door showed him that the children were sleeping.
Η ματιά που έριξε ο Χένρυ από την πόρτα του αποκάλυψε πως τα παιδιά κοιμόντουσαν.

τιτίβισμα

noun (bird sound: tweet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Neil was awoken by the bird's peeps from the tree outside his window.
Ο Νηλ ξύπνησε από τα τιτιβίσματα του πουλιού στο δέντρο έξω από το παράθυρό του.

κιχ

noun (informal (word, utterance) (καθομ, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I don't want to hear a peep out of you for the rest of the afternoon!

κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ

intransitive verb (look timidly, secretly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He peeped round the corner to see if they had driven off.
Κρυφοκοίταξε από τη γωνία για να δει αν είχαν φύγει με το αυτοκίνητο.

ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ

(look inside quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I peeped into the room to see if the children were asleep. Margaret peeped inside the envelope.
Έριξα μια κλεφτή ματιά στο δωμάτιο για να δω αν τα παιδιά κοιμόντουσαν. Η Μάργκαρετ έριξε μια κλεφτή ματιά μέσα στον φάκελο.

ξεπροβάλλω

intransitive verb (appear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sun peeped over the mountains.

τιτιβίζω

intransitive verb (make a high pitched sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bird was peeping in the tree outside.

κρυφοκοιτάζω

intransitive verb (look through an opening)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουκουτά, κουκουτσά

noun (game: peek-a-boo) (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ματιά

noun (AU, NZ (quick look)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρυφτό

noun (hiding game for baby)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(look inside quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The baby was sleeping so we just peeped in.

ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(informal (look out furtively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor peeped out through the curtain to see how many people were in the audience.
Ο ηθοποιός κρυφοκοίταξε από την κουρτίνα, για να δει πόσος κόσμος μαζεύτηκε στο αμφιθέατρο.

κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώ

verbal expression (look out furtively)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπροβάλλω

(informal (be just visible behind [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My underpants peep out through the hole in my trousers.
Το εσώρουχό μου ξεπροβάλει από μια τρύπα στο παντελόνι μου.

ερωτική ταινία που προβάλλεται σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής με την εισαγωγή χρημάτων σε μηχάνημα

noun (erotic film viewed through peephole)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was hard to see the peep show: the glass peephole was totally misted up. Since it's so easy to watch pornographic DVDs at home, hardly anybody goes to peep shows these days.
Από τη στιγμή που είναι τόσο εύκολο να παρακολουθήσει κανείς πορνογραφικά DVD στο σπίτι, σχεδόν κανείς δεν βλέπει ερωτικές ταινίες σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής.

peep toe

noun (open-toed footwear style)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παπούτσια peep toe

plural noun (style of open-toed footwear)

I won't wear peep-toe shoes when it's raining because I don't want my toes to get wet.
Δε φοράω παπούτσια peep toe όταν βρέχει γιατί δε θέλω να βρέχονται τα δάχτυλά μου.

ρίχνω μια ματιά σε κτ

verbal expression (quickly look at)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peep στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.