Τι σημαίνει το look στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης look στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του look στο Αγγλικά.

Η λέξη look στο Αγγλικά σημαίνει κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, φαίνομαι, φαίνομαι, κοίτα, ματιά, βλέμμα, ματιά, όψη, εμφάνιση, το ότι κοιτάω επίμονα, λουκ, στυλ, εμφάνιση, ψάχνω, βλέπω, κοιτάζω, εξετάζω, αναλύω, ασχολούμαι με κτ, εστιάζω σε κτ, κοίτα, να, φροντίζω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι, προσέχω, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, κοιτάζω μπροστά, ψάχνω, απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού, κοιτάζω πίσω, αναπολώ, θυμάμαι, κοιτάζω πίσω, θυμάμαι, αναπολώ, κοιτάζω πέρα από κτ, χαμηλώνω το βλέμμα μου, περιφρονώ, περιφρονώ, ψάχνω, αναζητώ, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, επισκέπτομαι κάτι, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, ψάχνω, αναζητώ, ερευνώ, μοιάζω με κπ/κτ, φαίνεται ότι/πως, φαίνεται ότι/πως, ατενίζω, παρακολουθώ, βλέπω, Πρόσεχε!, κοιτάζω έξω, έχω το νου μου σε κτ/κπ, προσέχω, αγνοώ, αδιαφορώ, κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από, κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος, ρίχνω μια ματιά, θυμωμένο βλέμμα, παρακλητικό βλέμμα, ρίχνω μια ματιά, πιο προσεκτική ματιά, πιο προσεκτική ματιά, άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά, νέα ματιά, φρέσκια ματιά, προλαβαίνω να κάνω κτ, αγριοκοιτάζω, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, ρίχνω μια ματιά, μοιάζω με, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω, μοιάζω, ψάχνω, ελέγχω, επιθεωρώ, χαζεύω, στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω, αποδοκιμάζω, βλέπω τη γενικότερη εικόνα, δείχνω άσχημος, φαίνομαι άσχημος, είμαι καλοντυμένος, είμαι ωραίος, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, εξετάζω προσεκτικά, κοιτάζω προσεκτικά, κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ, κοιτάζω θυμωμένα, κοιτάζω από ψηλά, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, φαίνομαι χοντρός, δείχνω γελοίος, φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα, είμαι εμφανίσιμος, φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον, κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, κοιτάζω κπ κατάματα, κοιτάζω κπ στα μάτια, προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλον, βιάσου, τέρμα το ψάξιμο, βλέμμα αποδοκιμασίας, βλέπω, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, βλέπω τη θετική πλευρά, ρίχνω μια ματιά σε κπ, επιθεωρώ, ελέγχω, Κουνήσου!, είμαι κομψός, είμαι καλοντυμένος, βιάζομαι, δείχνω γελοίος, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά, κάνω τα στραβά μάτια, δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο, κοιτάζω προς, καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτ, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης look

κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω

intransitive verb (cast eyes in a direction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He looked to his right.
Κοίταξε στα δεξιά του.

κοιτώ, κοιτάζω

intransitive verb (examine visually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let me look to see if there is a water leak.
Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή.

κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω

(watch, direct attention to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Look at me when I'm talking to you!
Κοίταζέ με όταν σου μιλάω!

φαίνομαι

intransitive verb (+ adj: appear to be)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
James looked tired when he arrived last night.
Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος.

φαίνομαι

intransitive verb (+ adj: appear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marina looks awful in that outfit.
Η Μαρίνα δείχνει χάλια με αυτά τα ρούχα.

κοίτα

interjection (when making a point)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Look, I've had enough of your insolence; do as you're told!

ματιά

noun (act of looking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The blonde girl noticed Dan's look and returned it.
Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε.

βλέμμα

noun (expression directed at [sb])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She silenced him with an angry look.
Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα.

ματιά

noun (visual examination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Zara had no chance of a look at the text before the exam.

όψη, εμφάνιση

noun (uncountable (appearance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children's toy had the look of a real phone.
Το παιδικό παιχνίδι είχε όψη πραγματικού τηλεφώνου.

το ότι κοιτάω επίμονα

noun (long: gaze, stare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The child's look was starting to make Josh feel very uncomfortable.
Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα.

λουκ, στυλ

noun (fashion: style)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I like her look. It is part urban, part punk.
Μ' αρέσει το λουκ (or: στυλ) της. Είναι λίγο αστικό και λίγο πανκ.

εμφάνιση

plural noun (informal (physical attractiveness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joe is a handsome guy, but he uses his looks to get what he wants.

ψάχνω

verbal expression (seek, intend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard was looking to find a job at the local factory.

βλέπω, κοιτάζω

intransitive verb (to front on) (μεταφορικά: έχω θέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This house has five windows that look to the street.
Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο.

εξετάζω, αναλύω

(figurative (analyze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective tried to look at all the facts.

ασχολούμαι με κτ

(figurative (examine, deal with)

This article looks at similarities in the work of these two philosophers.

εστιάζω σε κτ

(figurative (pay attention to)

Ben decided that the past was behind him and that it was time to look to the future.

κοίτα, να

interjection (used for drawing attention)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Look! I think it's a UFO!

φροντίζω, προσέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (UK (child: be guardian)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Who will look after the children while we're away?
Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε;

φροντίζω, προσέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (UK (pet, plant: tend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you look after my fish while I'm away?
Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω;

νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (UK (concern yourself)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's looking after his own interests, as usual.
Ως συνήθως, ασχολείται με τα δικά του ενδιαφέροντα.

προσέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (UK (manage, run)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you look after the shop for ten minutes while I run a few errands?
Μπορείς να προσέχεις το μαγαζί για 10 λεπτά όσο θα κάνω μερικές εξωτερικές δουλειές;

κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου

phrasal verb, intransitive (see what is in front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you are the driver, it's best to look ahead on the road.
Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο.

κοιτάζω μπροστά

phrasal verb, intransitive (figurative (think of the future) (μεταφορικά)

The company is looking ahead to the future and hopes to expand its business.
Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.

ψάχνω

(seek in surrounding area)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I misplaced my keys, so I'll have to look around for them.

απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού

phrasal verb, intransitive (avert one's eyes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The little boy knew he was in trouble and when the teacher looked at him he had to look away. It was a horror movie and I had to look away much of the time!
Το μικρό αγόρι ήξερε ότι είχε μπλέξει και όταν το κοίταξε ο δάσκαλος απομάκρυνε το βλέμμα του (or: κοίταξε αλλού). Ήταν ταινία τρόμου και έπρεπε να κοιτάω αλλού την περισσότερη ώρα!

κοιτάζω πίσω

phrasal verb, intransitive (look behind) (κυριολεκτικά)

"Don't look back. Whatever's chasing you might be gaining on you." - Satchel Paige
Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ).

αναπολώ, θυμάμαι

phrasal verb, intransitive (figurative (reminisce) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I look back on all the times we shared, I wish for those days again.
Όταν αναπολώ (or: θυμάμαι) όλες τις στιγμές που μοιραστήκαμε, θα ήθελα να ξανάρθουν εκείνες οι μέρες.

κοιτάζω πίσω

phrasal verb, intransitive (figurative (dwell on the past) (μεταφορικά)

As I look back on the past, I must remind myself to look towards the future to better days.

θυμάμαι, αναπολώ

(recall, reminisce about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I look back on my years in school and smile.

κοιτάζω πέρα από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consider more than) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Look beyond his looks; consider his personality.

χαμηλώνω το βλέμμα μου

phrasal verb, intransitive (lower one's gaze) (ντροπή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gary looked down in shame as the teacher told him off.
Ο Γκάρυ χαμήλωσε το βλέμμα του ντροπιασμένος, καθώς τον μάλωνε ο δάσκαλος.

περιφρονώ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (feel superior to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is wrong to look down on people less fortunate than yourself.
Είναι λάθος να κοιτάς αφ' υψηλού ανθρώπους λιγότερο τυχερούς από εσένα.

περιφρονώ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consider inferior)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These were rich girls who looked down on cheap clothes.
Ήταν πλουσιοκόριτσα τα οποία περιφρονούσαν τα φτηνά ρούχα.

ψάχνω, αναζητώ

phrasal verb, transitive, inseparable (search for, seek)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some people look for love on the internet. I looked for you, but I couldn't find you.
Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω.

κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον

phrasal verb, intransitive (figurative (think about the future) (μεταφoρικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On New Year's Day, many of us like to look forward and think about the positive changes we can make over the coming year.
Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

phrasal verb, transitive, inseparable (await [sth] with excitement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We look forward to our summer holiday every year.
Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

phrasal verb, transitive, inseparable (long for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I look forward to the day when I can afford to retire.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

επισκέπτομαι κάτι

phrasal verb, intransitive (informal (visit for short time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiona said she would look in to see if everything was OK.

ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ

(visit or check in passing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I'm in town I should look in on my parents. Please look in on the baby and make sure she's tucked in.

ψάχνω, αναζητώ

phrasal verb, transitive, inseparable (try to find)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are looking into ways of increasing our effectiveness.
Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας.

ερευνώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (investigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective looked into the murder. We have received your complaint, and we will look into it.
Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο.

μοιάζω με κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (resemble)

This table looks like the one we have at home. Lucy looks like her aunt.
Η Λούσυ μοιάζει στη θεία της.

φαίνεται ότι/πως

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (appear that)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It looks like we'll have to cancel our holiday.
Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας.

φαίνεται ότι/πως

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (indicate)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It's beginning to look like rain.
Αρχίζει να δείχνει ότι θα βρέξει.

ατενίζω

phrasal verb, intransitive (gaze into the distance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρακολουθώ

phrasal verb, intransitive (watch)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
While my father taught me to swim, my mother looked on from the shore.
Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή.

βλέπω

phrasal verb, transitive, inseparable (regard, consider: as) (μτφ: κάποιον σαν κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always looked upon him as a brother.
Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό.

Πρόσεχε!

phrasal verb, intransitive (be careful!)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Look out, an earthquake just started!
Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός!

κοιτάζω έξω

phrasal verb, intransitive (observe from indoors)

If you look out from the window, you can see the ocean.
Αν κοιτάξεις έξω απ' το παράθυρο, μπορείς να δεις τον ωκεανό.

έχω το νου μου σε κτ/κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (stay vigilant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You must look out for snakes when walking in these hills.
Όταν περπατάς σ' αυτούς τους λόφους, πρέπει να έχεις το νου σου στα φίδια.

προσέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (person: take care of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jimmy's brothers have looked out for him since their parents died.

αγνοώ, αδιαφορώ

phrasal verb, transitive, inseparable (disregard, not be distracted by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was difficult to look past the unsightly mole on his face.

κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από

phrasal verb, transitive, inseparable (observe via: [sth] transparent) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can see the individual cells if you look through the microscope. Look through the window and tell me what you see.
Μπορείς να δεις μεμονωμένα κύτταρα αν κοιτάξεις μέσα από ένα μικροσκόπιο.

κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (appear not to see, be oblivious to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I said hello but he looked right through me.
Είπα γεια αλλά με κοίταξε σαν να μην υπήρχα.

ρίχνω μια ματιά

phrasal verb, transitive, inseparable (search through, survey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I look through those old clothes before you throw them out in case there is something I like? My boss looked through the papers before signing them.
Μπορώ να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα παλιά ρούχα πριν να τα πετάξεις, μήπως υπάρχει κάτι που μου αρέσει; Το αφεντικό μου έριξε μια ματιά στα χαρτιά πριν τα υπογράψει.

θυμωμένο βλέμμα

noun (facial expression of anger)

Olivia gave her husband an angry look.

παρακλητικό βλέμμα

noun (expression, gaze: asking for [sth])

The cat gave me an appealing look as I sliced the cheese.
Η γάτα που έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα ενώ έκοβα το τυρί.

ρίχνω μια ματιά

verbal expression (look quickly)

πιο προσεκτική ματιά

noun (more thorough examination) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο προσεκτική ματιά

noun (more thorough examination) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά

noun (informal (face: resentful expression)

He gave her a dirty look when she testified against him.

νέα ματιά, φρέσκια ματιά

noun (new perspective)

The exhibition offers a fresh look at Danish design.

προλαβαίνω να κάνω κτ

verbal expression (UK, slang (have fair chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Starlings feed in flocks and can clear bird tables before other species get a look-in.

αγριοκοιτάζω

verbal expression (informal (look resentfully at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω μια ματιά

verbal expression (look at)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
These family photos are great. Have a look.
Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά.

ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ

verbal expression (examine, inspect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let the doctor have a look at your rash.
Άφησε το γιατρό να ρίξει μια ματιά στο εξάνθημά σου.

ρίχνω μια ματιά

verbal expression (informal (take a quick look at [sth])

μοιάζω με

transitive verb (look like, look as though)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have the look of a woman in love!

αναμένω την απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your attention, and I look forward to hearing from you soon.

αναμένω απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your consideration, and I look forward to your reply.

είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω

verbal expression (figurative, informal (be extremely well dressed and attractive) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοιάζω

(resemble each other)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam and his brother look alike, don't you think?
Ο Άνταμ και ο αδελφός του μοιάζουν, έτσι δεν είναι;

ψάχνω

(seek [sth] in surrounding area)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've been looking around everywhere, but I can't find my reading glasses.
Έχω ψάξει παντού, αλλά δεν βρίσκω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου.

ελέγχω, επιθεωρώ

(inspect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Safety inspectors will be looking around the factory today.
Οι επιθεωρητές ασφαλείας θα ελέγξουν το εργοστάσιο σήμερα.

χαζεύω

(browse) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah spent the afternoon looking around the local shops.
Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής.

στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω

verbal expression (glance sidelong)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδοκιμάζω

verbal expression (figurative (regard with disapproval, suspicion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fancy restaurants look askance at shorts and sneakers.

βλέπω τη γενικότερη εικόνα

verbal expression (figurative (consider [sth] in its wider context) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω άσχημος

(appear ugly)

φαίνομαι άσχημος

(appear unethical, etc.)

The company tried to keep its involvement in the scandal hidden as management knew it looked bad.

είμαι καλοντυμένος, είμαι ωραίος

verbal expression (be attractively dressed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Darling, you look beautiful tonight.

σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι

interjection (figurative (be aware of the risks involved in [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thinking of investing in a new business? Look before you leap!
Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις!

εξετάζω προσεκτικά

transitive verb (examine closely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One should always look carefully at a document before signing it.

κοιτάζω προσεκτικά

(examine [sth])

If you look closely, you will see the beautiful patterns on the butterfly's wings.

κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ

verbal expression (examine [sth])

She looked closely at the gravestone and could just make out the faded inscription.

κοιτάζω θυμωμένα

verbal expression (informal (glare angrily at [sb])

κοιτάζω από ψηλά

verbal expression (observe from high up) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
From the top of the tower you can look down upon the whole city.
Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη.

ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο

(search in many places)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We looked everywhere but we couldn't find it.

φαίνομαι χοντρός

intransitive verb (appear overweight)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Darling, does this dress make me look fat?

δείχνω γελοίος

verbal expression (appear silly)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He tried to sing a song at the karaoke bar while drunk and ended up looking foolish. Sally looked foolish when she fell down the stairs.

φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα

(informal (appear enjoyable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That looks fun. May I join in?

είμαι εμφανίσιμος

verbal expression (have an attractive appearance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She would look good if she smiled.

φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον

verbal expression (seem appealing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Those waves look good for surfers.

κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις

interjection (informal (used when raising an objection)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look here, you can't treat my children that way!

κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ

(see inside [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank looked in the fridge to see if there was any milk.

κοιτάζω κπ κατάματα

verbal expression (look directly at)

κοιτάζω κπ στα μάτια

verbal expression (not feel ashamed) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you look me in the eye and tell me you didn't cheat on the test?

προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλον

verbal expression (figurative (make predictions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fortune teller claimed she could look into the future.

βιάσου

verbal expression (informal (hurry)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τέρμα το ψάξιμο

interjection (used to offer [sth] that is needed)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Look no further; I have exactly what you need.

βλέμμα αποδοκιμασίας

noun (frown, scowl)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
His attempts to make the audience laugh at his crude jokes were met with looks of disapproval.

βλέπω

(have a view) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The window looks on the meadow.
Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι.

βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων

verbal expression (informal (consider positive aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you always look on the bright side, you will be a much happier person.

βλέπω τη θετική πλευρά

interjection (informal (consider positive aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look on the bright side: if you have nothing, you've got nothing to lose!
Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις!

ρίχνω μια ματιά σε κπ

(examine quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor looked Fred over and could find no evidence of broken bones.

επιθεωρώ, ελέγχω

(inspect thoroughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The inspector looked over the restaurant for code violations.
Ο ελεγκτής επιθεώρησε το εστιατόριο για παραβάσεις του κώδικα.

Κουνήσου!

interjection (UK, figurative, slang (hurry) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Look sharp! I want to get there on time.

είμαι κομψός, είμαι καλοντυμένος

(figurative, informal (be stylish)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Everyone looked sharp at the awards ceremony.

βιάζομαι

verbal expression (UK, figurative, slang (hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you want to get ready in time for the party, you'd better look sharp about it.

δείχνω γελοίος

intransitive verb (appear foolish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Take off that outrageous hat. You look silly!

κοιτάζω και από την άλλη πλευρά

verbal expression (look in the opposite direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't just look to your right when you cross the street; look the other way as well.

κάνω τα στραβά μάτια

verbal expression (figurative (ignore [sth] bad) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That judge looks the other way when members of his own staff commit minor crimes.

δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο

verbal expression (appear suitable for role)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know if John is prepared for the performance, but he certainly looks the part.

κοιτάζω προς

(turn to [sb])

Unsure what to do, Sue looked to Mark, who was seated to her left.
Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτ

verbal expression (turn for guidance)

Children look to their parents for guidance.
Τα παιδιά καταφεύγουν στους γονείς τους για καθοδήγηση.

σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ

verbal expression (informal (intend, seek)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm not looking to buy a set of encyclopedias right now.
Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή.

μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι

verbal expression (appear)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
That couch looks to be about 50 years old.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του look στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του look

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.