Τι σημαίνει το glance στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης glance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του glance στο Αγγλικά.

Η λέξη glance στο Αγγλικά σημαίνει ματιά, κοιτάζω, κοιτάω, ρίχνω μία ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, χτυπάω και εξοστρακίζομαι, κοιτάζω πίσω, κοιτάω πίσω, εκτροπή, λάμψη, αντανακλώμαι, εκτρέπω, με την πρώτη ματιά, με την πρώτη ματιά, αρχικά, στην αρχή, ρίχνω μια ματιά, στρέφω το βλέμμα μου αλλού, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης glance

ματιά

noun (glimpse) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had a glance at the newspaper headline.
Έριξε ένα βλέμμα στον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας.

κοιτάζω, κοιτάω

intransitive verb (look at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She couldn't help glancing at the clock every five minutes.
Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά.

ρίχνω μία ματιά

(look quickly at) (σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mark kept glancing at the door to see if his date had arrived. We glanced at each other discreetly.
Ο Μαρκ έριχνε ματιές στην πόρτα για να δει εάν είχε φτάσει η συνοδός του. Ρίχναμε διακριτικές ματιές ο ένας στον άλλο.

ρίχνω μια ματιά

(look briefly upwards) (προς τα πάνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The soccer player glanced up before crossing the ball into the penalty area.
Ο ποδοσφαιριστής σήκωσε το βλέμμα του πριν περάσει την μπάλα στην περιοχή του πέναλτι.

ρίχνω μια ματιά

(look briefly downwards) (προς τα κάτω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah glanced down at the contents of her plate.
Η Σάρα έριξε μια ματιά στο περιεχόμενο του πιάτου της.

χτυπάω και εξοστρακίζομαι

(be deflected by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shot glanced off a defender and went into the goal.
Το σουτ βρήκε τον αμυντικό και η μπάλα κατέληξε στο τέρμα.

κοιτάζω πίσω, κοιτάω πίσω

(look briefly behind)

As she walked away, she glanced back to see if he was still there.
Καθώς έφευγε κοίταξε πίσω της να δει εάν αυτός ήταν ακόμα εκεί.

εκτροπή

noun (deflection) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The glance resulted in a score for the opponents.

λάμψη

noun (archaic (gleam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a glance of light from her diamond ring.

αντανακλώμαι

intransitive verb (flash)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She waved her ring so the light would glance off it.

εκτρέπω

transitive verb (deflect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He glanced the ball to the boundary.

με την πρώτη ματιά

adverb (with one quick look)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με την πρώτη ματιά

adverb (figurative (quickly, rapidly) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρχικά, στην αρχή

expression (initially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was a good plan at first glance, but later we realized it was a dud.

ρίχνω μια ματιά

verbal expression (survey quickly) (σε κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just before her guests arrived, she cast a glance over the table to be sure everything was in place.

στρέφω το βλέμμα μου αλλού

(look away quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(look quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I barely dared to look at Megan, but when I did glance over, she was smiling.

ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

verbal expression (look quickly at) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

verbal expression (look quickly at) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον

verbal expression (look quickly, furtively at)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She stole a glance at him when she thought he wasn't looking.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του glance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του glance

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.