Τι σημαίνει το perfect στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perfect στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perfect στο Αγγλικά.

Η λέξη perfect στο Αγγλικά σημαίνει τέλειος, άψογος, τέλειος, τέλειος, τέλειος, τέλειος, τέλειος, -, τελειοποιώ, τέλειος, τέλειος, τέλειος, -, συντελεσμένος μέλλοντας, του συντελεσμένου μέλλοντα, συντελεσμένος μέλλοντας, υπερσυντέλικος, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, βιβλιοδεσία, τέλειος συνδυασμός, ιδανικός συνδυασμός, τέλειος ανταγωνισμός, που εφαρμόζει τέλεια, που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα, τέλειος αριθμός, απόλυτη ακοή, τέλειο δέρμα, εντελώς ξένοι, εντελώς άγνωστοι, τελείως ξένοι, τελείως άγνωστοι, συντελεσμένος χρόνος, τέλειος, ιδανικός, παρακείμενος, παρακείμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perfect

τέλειος, άψογος

adjective (faultless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His English is perfect.
Τα αγγλικά του είναι τέλεια.

τέλειος

adjective (excellent in all respects)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We had a perfect day today.
Περάσαμε μια τέλεια μέρα σήμερα.

τέλειος

adjective (ideal) (ακριβώς ό,τι χρειάζεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yes, this book is perfect. It answers all my questions.
Ναι, αυτό το βιβλίο είναι τέλειο. Έχει απαντήσεις σε όλα μου τα ερωτήματα.

τέλειος

adjective (complete, whole)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The object is a perfect sphere, with every point on the surface at an equal distance to the centre.
Το αντικείμενο είναι μια τέλεια σφαίρα με κάθε σημείο της επιφάνειας σε ίση απόσταση από το κέντρο.

τέλειος

adjective (mathematics: number)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A perfect number is equal to the sum of its proper factors.
Ένας τέλειος αριθμός είναι ίσος με το άθροισμα των γνήσιων παραγόντων του.

τέλειος

adjective (absolute) (ειρωνικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a perfect idiot.
Είναι εντελώς ηλίθιος.

-

adjective (grammar: tense) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Should I use the present perfect or the past perfect tense here?
Να χρησιμοποιήσω παρακείμενο ή υπερσυντέλικο εδώ;

τελειοποιώ

transitive verb (make perfect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He practiced every day to perfect his shot.
Έκανε εξάσκηση κάθε μέρα για να τελειοποιήσει τη βολή του.

τέλειος

adjective (music: pitch)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has perfect pitch - she never sings flat or sharp.

τέλειος

adjective (music)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The perfect fifth was the first harmony introduced in singing.

τέλειος

adjective (flowers: with stamens and pistils) (φυτολογία: άνθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A perfect flower contains both male and female structures.

-

noun (grammar: tense form) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She didn't know whether to use the perfect or the simple past.
Δεν ήξερε αν πρέπει να χρησιμοποιήσεις παρατατικό ή αόριστο.

συντελεσμένος μέλλοντας

noun (grammar tense)

του συντελεσμένου μέλλοντα

adjective (grammar tense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συντελεσμένος μέλλοντας

noun (grammar: will have done, etc.) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπερσυντέλικος

noun (grammar: pluperfect, verb tense of action previously completed) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We use the past perfect to say that one action happened before another.

τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία

noun (state of equilibrium)

In a healthy person, the sodium and potassium in the kidneys are in perfect balance.

τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία

noun (figurative (successful combination or juxtaposition) (μεταφορικά)

βιβλιοδεσία

noun (bookbinding: glued spine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέλειος συνδυασμός, ιδανικός συνδυασμός

noun (ideal blend)

Strawberries and goat cheese made the perfect combination of flavor and texture.

τέλειος ανταγωνισμός

noun (when neither producer nor consumer controls price)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Perfect competition is an economic theory and assumes many small producers and consumers with perfect information, therefore the market sets the price.

που εφαρμόζει τέλεια

noun ([sth] exactly the right size)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This t-shirt is a perfect fit.

που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα

noun ([sth] entirely compatible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τέλειος αριθμός

noun (mathematics)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
6 is a perfect number because 1+2+3 = 6.

απόλυτη ακοή

noun (ability to identify a musical note) (μουσική αντίληψη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My brother had perfect pitch as a child but as an adult, it went down or up by a third.

τέλειο δέρμα

noun (unblemished complexion)

εντελώς ξένοι, εντελώς άγνωστοι, τελείως ξένοι, τελείως άγνωστοι

plural noun (people who have never met before)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Who would have thought that just one month before the marriage they had been perfect strangers?

συντελεσμένος χρόνος

noun (grammar: have done, etc.) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In English, perfect tenses are formed with the auxiliary "have" and a past participle.
Στα Αγγλικά, οι συντελεσμένοι χρόνοι σχηματίζονται με το βοηθητικό ρήμα «έχω» και την παθητική μετοχή.

τέλειος, ιδανικός

adjective (US (ideal in appearance,)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She cleaned her house until it was picture-perfect.

παρακείμενος

noun (tense: have been doing, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The present perfect is used for situations that began in the past and have continued until the present.
Ο παρακείμενος χρησιμοποιείται για πράξεις που ξεκίνησαν στο παρελθόν και συνεχίζονται μέχρι το παρόν.

παρακείμενος

noun (grammar: have been doing, etc.) (γραμματική, χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In this exercise, students have to decide whether to use the present perfect tense or the past simple tense.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perfect στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του perfect

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.