Τι σημαίνει το performance στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης performance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του performance στο Αγγλικά.

Η λέξη performance στο Αγγλικά σημαίνει παράσταση, ερμηνεία, απόδοση, απόδοση, συμπεριφορά, καμώματα, επιδόσεις, απόδοση, επιτέλεση, μπελάς, άριστη επίδοση, έξοχη απόδοση, ολόκληρη παράσταση, υψηλής απόδοσης, αξιολόγηση εργαζομένου, αξιολόγηση απόδοσης εργαζομένου, καίριος δείκτης απόδοσης, ζωντανή εκτέλεση, μουσική παράσταση, αποτυχία, αποτυχία, εκτός παράστασης, εξαιρετική απόδοση, κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση, παραστατική τέχνη, εγγύηση καλής εκτέλεσης, εγγύηση πιστής εκτέλεσης, χάσμα επιδόσεων, διαχείριση επιδόσεων, στόχοι επιδόσεων, πρόβλημα επιδόσεων, αξιολόγηση απόδοσης, δοκιμασία επίδοσης, για τη βελτίωση των επιδόσεων, αναλογικός με απόδοση, αμοιβή βάσει απόδοσης, χαμηλή απόδοση, κακή απόδοση, χαμηλές επιδόσεις, επανάληψη, παράσταση, επιδόσεις στις σπουδές, παράσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης performance

παράσταση

noun (theater: session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The theatre has two performances per night.
Το θέατρο έχει δύο παραστάσεις την ημέρα.

ερμηνεία

noun (theater: acting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her performance in the movie won her an Oscar.
Κέρδισε ένα όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία.

απόδοση

noun (fulfilment of a duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier's performance of his duties was as good as one might expect.
Η απόδοση του στρατιώτη στα καθήκοντά του ήταν τόσο καλή όσο αναμενόταν.

απόδοση

noun (carrying out of a task)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their performance was first rate, and they did the job completely.
Η απόδοσή τους ήταν πρώτης τάξεως και ολοκλήρωσαν τη δουλειά.

συμπεριφορά

noun (how [sb] or [sth] behaves)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boy's performance this morning was exemplary. No problem at all.

καμώματα

noun (child's bad behavior) (καθομιλουμένη, μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The boy put up such a performance that we finally just went home.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν ξανακάνεις τέτοια καμώματα δεν θα σε φέρω άλλη φορά στο πάρκο.

επιδόσεις

noun (technical capability)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The car's performance on road tests was poor. The team's excellent performance led to their victory.

απόδοση

noun (of stocks and shares)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stock's performance has not been good lately. In fact, it has declined.

επιτέλεση

noun (linguistics: parole) (γλωσσολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to Chomsky, performance is external evidence of language competence.

μπελάς

noun (tiresome task)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What a performance getting the children ready for the party!

άριστη επίδοση, έξοχη απόδοση

noun (US (excellent performance)

ολόκληρη παράσταση

noun (whole show)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He sat there picking his nose throughout the entire performance.

υψηλής απόδοσης

adjective (powerful, top quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Peter loves high-performance cars. Maria is shopping for a high-performance laptop.

αξιολόγηση εργαζομένου, αξιολόγηση απόδοσης εργαζομένου

noun (employee appraisal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Every employee has a job performance review at the end of each year.

καίριος δείκτης απόδοσης

noun (initialism (key performance indicator)

ζωντανή εκτέλεση

noun (before an audience)

The band gave a live performance of their new song.

μουσική παράσταση

noun (concert of live music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποτυχία

noun (failure, underachievement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποτυχία

noun (law: failure to meet obligation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτός παράστασης

adjective (not related to public performance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαιρετική απόδοση

noun (excellence, high achievement)

His outstanding performance in the field of business and commerce has brought him several awards.

κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση

noun (optimum output or achievement)

I was at peak performance in my mid 30s.

παραστατική τέχνη

noun (physical artform)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγγύηση καλής εκτέλεσης, εγγύηση πιστής εκτέλεσης

noun (bond insuring that contracted work will be completed)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χάσμα επιδόσεων

noun (underachievement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαχείριση επιδόσεων

noun (business: goal-achievement process)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The company has hired a consultant to analyze performance management.

στόχοι επιδόσεων

plural noun (work aims)

πρόβλημα επιδόσεων

noun (business: failure to reach targets)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αξιολόγηση απόδοσης

noun (work appraisal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After a performance review is an appropriate time for a pay raise.

δοκιμασία επίδοσης

(psychology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

για τη βελτίωση των επιδόσεων

adjective (that aids speed or strength)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναλογικός με απόδοση

adjective (of pay, bonus)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αμοιβή βάσει απόδοσης

noun (salary based on individual assessment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμηλή απόδοση, κακή απόδοση

noun (underachievement)

He was fired because of his poor performance at work.

χαμηλές επιδόσεις

noun (failure to function properly)

επανάληψη

noun (figurative (recurrence of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We don't want a repeat performance of last year's picnic when everyone got sick.

παράσταση

noun (act put on in a theatre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιδόσεις στις σπουδές

noun (level of [sb]'s academic achievement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράσταση

noun (play, stage show)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They're putting on some kind of theatrical performance at the church hall tonight.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του performance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του performance

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.