Τι σημαίνει το ripe στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ripe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ripe στο Αγγλικά.

Η λέξη ripe στο Αγγλικά σημαίνει ώριμος, ώριμος, που έχει ωριμάσει, ιδανικός, κατάλληλος, έτοιμος για κτ, ώριμος, ώριμη ηλικία, Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα, Ήρθε η ώρα για κτ, Έφτασε η ώρα για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ripe

ώριμος

adjective (fruit: ready to eat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You need to wait until the plums are ripe before you pick them.
Πρέπει να περιμένεις μέχρι τα δαμάσκηνα να είναι γινωμένα για να τα κόψεις.

ώριμος

adjective (mature, ready to eat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter brought out the cheese course, including a soft, ripe brie.
Ο Πίτερ έβγαλε την πιατέλα με τα τυριά η οποία περιελάμβανε μαλακό, ώριμο μπρι.

που έχει ωριμάσει

adjective (figurative (cheese, etc.: having strong smell) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That camembert's ripe; it's stinking out the fridge.

ιδανικός, κατάλληλος

adjective (figurative (time: perfect)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The time seemed ripe to tell his parents about his plans.
Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει στους γονείς του για τα σχέδιά του.

έτοιμος για κτ

(figurative (ready)

The tax system is ripe for reform.

ώριμος

adjective (figurative (age: mature) (ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
From her grey hair and wrinkles, you could tell she was a woman of ripe years.

ώριμη ηλικία

noun (informal (advanced age)

Grandpa died at the ripe old age of 99.

Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα

expression (it is the perfect moment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We should take action right now; the time is ripe!

Ήρθε η ώρα για κτ, Έφτασε η ώρα για κτ

expression

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The time is ripe for change.
Είναι ώρα να κάνω μια αλλαγή.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ripe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ripe

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.