Τι σημαίνει το perk up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perk up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perk up στο Αγγλικά.

Η λέξη perk up στο Αγγλικά σημαίνει ζωντανεύω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωηρεύω, σηκώνομαι γρήγορα, σηκώνω γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perk up

ζωντανεύω, ζωηρεύω

phrasal verb, intransitive (informal (become more alert, lively) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lucy perked up after drinking a cup of coffee.
Η Λούσι ζωντάνεψε αφού ήπιε μια κούπα καφέ.

ζωντανεύω, ζωηρεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (enliven, cheer) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I'm feeling sad, a pretty song always perks me up.
Όταν νιώθω λυπημένος ένα ωραίο τραγούδι πάντα με ζωντανεύει.

σηκώνομαι γρήγορα

phrasal verb, intransitive (rise quickly)

The dog's head perked up.
Το κεφάλι του σκύλου σηκώθηκε γρήγορα.

σηκώνω γρήγορα

phrasal verb, transitive, separable (cause to rise quickly)

The dog perked its head up.
Ο σκύλος σήκωσε γρήγορα τα κεφάλι του.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perk up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του perk up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.