Τι σημαίνει το standing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης standing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του standing στο Αγγλικά.

Η λέξη standing στο Αγγλικά σημαίνει όρθιος, όρθια στάση, θέση, θέση, ζωντανός, μόνιμος, σταθερός, επιτόπιος, στάσιμος, σηκώνομαι, στέκομαι, είμαι, θέση, στάση, πάγκος, ορθοστασία, αντίσταση, εξέδρα, βάση, κρεμάστρα, θήκη, έδρανο, κερκίδα, είμαι σε θέση να κάνω κτ, στέκομαι, στέκομαι, ισχύω, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, λιμνάζω, κατεβαίνω, είμαι, στέκομαι, στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ, στήνω, -, αντέχω, υπομένω, αντέχω, κερνάω, υπόληψη, ικανοποιητικός, μακροχρόνιος, μακρόχρονος, ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλος, επαγγελματικό κύρος, τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασία, μόνιμος στρατός, μόνιμη επιτροπή, πάγιες διευκολύνσεις, μόνιμη ομάδα, πάγια εντολή, πάγια εντολή, -, χώρος για όρθιους, θέσεις μόνο για όρθιους, θέσεις μόνο για όρθιους, εκκίνηση από όρθια θέση, όρθιος, ορθός, στάσιμα νερά, ακόμα εδώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης standing

όρθιος

adjective (on feet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The standing spectators began to grow restless.
Οι όρθιοι θεατές άρχισαν να δείχνουν ανησυχία.

όρθια στάση

noun (upright position)

Standing while you work is better for you than sitting.
Η όρθια στάση ενώ δουλεύεις είναι καλύτερη από το να κάθεσαι.

θέση

noun (reputation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter's standing among the villagers was very important to him.
Η θέση του Πήτερ ανάμεσα στους χωρικούς ήταν πολύ σημαντική για αυτόν.

θέση

noun (social status)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Emily's standing as a woman of influence was threatened when she lost most of her money.
Η θέση της Έμιλυς ως γυναίκας επιρροής απειλήθηκε όταν έχασε τα περισσότερα χρήματά της.

ζωντανός

adjective (figurative (not defeated) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The management tried to break us, but we're still standing.

μόνιμος, σταθερός

adjective (figurative (invitation, rule: permanent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You have a standing invitation to come and visit us anytime.

επιτόπιος

adjective (jump: with no run up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim made a standing jump straight into the air and caught the frisbee.

στάσιμος

adjective (water: still, stagnant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mosquitos were starting to breed in the standing water.

σηκώνομαι

intransitive verb (rise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please stand for the national anthem.
Παρακαλώ σηκωθείτε για τον εθνικό ύμνο.

στέκομαι

intransitive verb (be on your feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The guard stands all day.
Ο φρουρός στέκεται όρθιος όλη την ημέρα.

είμαι

intransitive verb (position on issue)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I stand in favour of the new law.
Τάσσομαι υπέρ του νέου νόμου.

θέση, στάση

noun (determined position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The professor's stand on the issue is clear.
Η θέση (or: στάση) του καθηγητή σε αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη.

πάγκος

noun (booth, stall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The boys opened a lemonade stand.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης.Ο πωλητής έστησε τον πάγκο με τα πράγματα του.

ορθοστασία

noun (act of standing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were no seats on the bus, so it looked like she was in for a long stand.

αντίσταση

noun (final defence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers made their stand at the river.

εξέδρα

noun (raised platform)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The speaker stepped onto the stand.

βάση

noun (support)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The conductor placed the sheet music on the stand.

κρεμάστρα

noun (coat rack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Place your raincoats on the stand by the door.

θήκη

noun (umbrella rack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many stores have a stand for wet umbrellas.

έδρανο

noun (witness box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was afraid to take the stand and testify.
Φοβόταν να ανέβει στο έδρανο και να καταθέσει.

κερκίδα

plural noun (bleachers: spectators' seating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fans were sitting on the stands.

είμαι σε θέση να κάνω κτ

verbal expression (be in a position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The investor stood to make a fortune on the deal.

στέκομαι

intransitive verb (be erect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dog stood on its hind legs.

στέκομαι

intransitive verb (place yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The referee stood between the fighters.

ισχύω

intransitive verb (remain in effect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The judge determined that the law stands.

είμαι

intransitive verb (measure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Agnes stands five feet without her shoes.
Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της.

είμαι

intransitive verb (be in a situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I stand corrected.

βρίσκομαι

intransitive verb (be situated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bank stands at the corner of Main and Rush streets.

λιμνάζω

intransitive verb (stagnate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water has been standing in the puddle a long time.

κατεβαίνω

intransitive verb (be a candidate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lorraine is standing in the upcoming local elections.

είμαι, στέκομαι

intransitive verb (be a certain way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spectators stood amazed at the dancer's skill.

στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ

(tread upon)

Don't stand on that chair; you'll fall.

στήνω

transitive verb (set upright)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children stood the dominoes on end.

-

transitive verb (submit to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He stood trial for murder.
Δικάστηκε για φόνο.

αντέχω, υπομένω

transitive verb (endure without yielding)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veronica stood the torture bravely.

αντέχω

transitive verb (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tallinn is a beautiful city to visit, if you can stand the sub-zero temperatures.

κερνάω

transitive verb (informal (treat, pay for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you stand me a drink?

υπόληψη

noun (person: respectability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenn is a person of good standing in the local community.

ικανοποιητικός

noun (fulfilling all requirements)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Susan is a member in good standing of the American Medical Association.

μακροχρόνιος, μακρόχρονος

adjective (well-established, long-term)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan and Adam have a longstanding partnership; they've worked together for years. // The rivalry between Romeo's family and Juliet's is long-standing.

ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλος

noun (member who has paid dues)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Any member in good standing may nominate candidates for office or vote in elections.
Όλα τα ταμειακώς τακτοποιημένα μέλη μπορούν να προτείνουν υποψήφιους για την ανάληψη αξιώματος ή να ψηφίζουν στις εκλογές.

επαγγελματικό κύρος

noun (qualifications and reputation)

τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασία

noun (normal working practice) (έμφαση στην τυποποίηση)

μόνιμος στρατός

noun (military: permanent armed force)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μόνιμη επιτροπή

noun (permanent assembly or group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάγιες διευκολύνσεις

plural noun (banking: central bank facility)

μόνιμη ομάδα

noun (committee)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάγια εντολή

noun (regular direct bank payment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I created a standing order with my bank to pay my landlord every month.

πάγια εντολή

noun (order in effect on ongoing basis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I had a standing order with the bakery for a dozen croissants every Saturday.

-

noun (rising to applaud) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
At the end of the play the audience gave a standing ovation.
Στο τέλος της παράστασης το κοινό σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε.

χώρος για όρθιους

noun (space to stand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The club was so crowded that there wasn't even standing room.

θέσεις μόνο για όρθιους

expression (event: no seats available) (σε εκδήλωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέσεις μόνο για όρθιους

expression (public transport: no spare seats) (σε μέσα μαζικής μεταφοράς)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκκίνηση από όρθια θέση

noun (from standing position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The runners set off from a standing start.

όρθιος

adjective (on one's feet, upright)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ορθός

adjective (erect, upright)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στάσιμα νερά

noun (still water that has stagnated)

ακόμα εδώ

adjective (having survived or endured)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του standing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του standing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.