Τι σημαίνει το permitir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης permitir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του permitir στο πορτογαλικά.

Η λέξη permitir στο πορτογαλικά σημαίνει δίνω άδεια σε κπ, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, επιτρέπω, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ, επιτρέπω, δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ, δίνω την εξουσία σε κπ να κάνει κτ, επιτρέπω, το επιτρέπω, αφήνω περιθώριο για, επιτρέπω, επιτρέπω, παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω, αφήνω, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, επιτρέπω, ανέχομαι, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, αφήνω, δέχομαι, ανέχομαι, ανέχομαι, επιτρέπω, συμφωνώ με κτ, επιτρέπω, επίτρεψε στον εαυτό σου, ενδίδω σε κτ, επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, που έχει το θάρρος να, έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, οδηγώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης permitir

δίνω άδεια σε κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

Seus pais vão permitir (or: deixar) que você vá ao baile?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não permitirei este tipo de linguajar em minha casa!
Δε θα επιτρέψω τέτοιου είδους λόγια μέσα στο σπίτι μου!

επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os pais de Lisa permitiram que ela fosse à festa.
Οι γονείς της Λίζας της επέτρεψαν να πάει στο πάρτι.

δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fumar é permitido, mas só na sacada.
Το κάπνισμα επιτρέπεται, αλλά μόνο στο μπαλκόνι.

δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δίνω την εξουσία σε κπ να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A legislação permite que câmaras municipais organizem cooperativas.
Η νομοθεσία επιτρέπει στα δημοτικά συμβούλια να οργανώσουν συνεταιρισμούς.

επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não permitiria que ele continuasse com seu processo.

το επιτρέπω

Farei esse trabalho assim que o tempo permitir. Poderíamos fazer um piquenique no domingo, se o tempo permitir.

αφήνω περιθώριο για

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Temos de criar espaço para permitir expansão.

επιτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele não permitirá tal comportamento em sua presença.

επιτρέπω

verbo transitivo (jurid, autorizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω

verbo transitivo (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha mulher me permitiu sair com os rapazes na noite passada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας.

επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você me permitir falar, tenho certeza de que posso explicar tudo satisfatoriamente.

επιτρέπω, ανέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια

(να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele não pode arriscar que ela fale mal dele.
Δεν τον παίρνει να την αφήνει να μιλάει άσχημα γι' αυτόν.

αφήνω

(tornar possível por negligência) (κάτι να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ao não usar o freio de mão, ele deixou o carro descer a ladeira.

δέχομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A lei reconhece que possa haver exceções.

ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανέχομαι, επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμφωνώ με κτ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu costumo consentir com o que ela diz para evitar qualquer discussão.
Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες.

επιτρέπω

verbo transitivo (tornar possível)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A faca possibilitou que ele abrisse a caixa.
Το μαχαίρι του έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξει το κουτί.

επίτρεψε στον εαυτό σου

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενδίδω σε κτ

επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Karen não comprava normalmente coisas novas para si mesma, mas já que era seu aniversário ela decidiu se permitir.
Η Κάρεν συνήθως δεν αγόραζε καινούργια πράγματα για τον εαυτό της, αλλά καθώς ήταν τα γενέθλιά της αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της.

που έχει το θάρρος να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não podemos pagar (or: arcar com) uma casa grande.
Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μεγάλο σπίτι.

κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου

verbo pronominal/reflexivo (desfrutar de um prazer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Em uma noite de sexta, eu gosto de me satisfazer com um filme romântico e uma caixa de chocolates.
Τα βράδυα της Παρασκευής μου αρέσει να με κακομαθαίνω με μια ρομαντική ταινία και ένα κουτί σοκολατάκια.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του permitir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.