Τι σημαίνει το pince στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pince στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pince στο Γαλλικά.

Η λέξη pince στο Γαλλικά σημαίνει δαγκάνα, πένσα, σφιγκτήρας, κλιπ, λαβίδα, δαγκάνα, λαβή, λαβίδα, πένσα, λαβίδα, παγιδευμένος, λαβίδα, δαγκάνα, λαβίδα, δαγκάνα, λαβή, επίσημος, τσιμπάω, τσιμπώ, τραβάω, τραβώ, τεντώνω, πιέζω, παίζω, τσακώνω, τσιμπάω, τσιμπώ, κάνω κτ να φαίνεται καθώς πρέπει, στρίβω, τσίμπημα, συλλαμβάνω, καίω, συλλαμβάνω, πονάω, μπουζουριάζω, μπουζουριάζω, λοστός, κλιπ μύτης, γυαλιά, ξερός, καθώς πρέπει, ανέκφραστος, ξερά, στεγνά, ανέκφραστα, ποιος να το 'λεγε, μανταλάκι, ντουπ, μανταλάκι, τσιμπιδάκι, δαγκάνα, στεγνό χιούμορ, καρφίτσα γραβάτας, χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο, δαγκάνα, τσιμπιδάκι, πιάστρα, κλιπ χαρτονομισμάτων, τσιμπιδάκι, πένσα, συρματοκόφτης, ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία, ανοίγω με λοστό, κόφτης, με σφιγμένα χείλη, φουρκέτα, πιάνω με τσιμπίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pince

δαγκάνα

nom féminin (d'un animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πένσα

nom féminin (Couture) (ραπτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alison a ajusté les pinces de sa jupe.

σφιγκτήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sers-toi des pinces pour tenir la plaque en place.
Χρησιμοποίησε τους σφιγκτήρες για να στερεώσεις τον δίσκο.

κλιπ

nom féminin (documents,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Par accident, je me suis pris le doigt dans la pince.
Κατά λάθος τρύπησα το δάκτυλό μου με τον συνδετήρα.

λαβίδα, δαγκάνα, λαβή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαβίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πένσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gemma a extrait le clou avec la pince.

λαβίδα

(instrument médical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγιδευμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le docteur lui a dit que la douleur de son poignet était due à un nerf pincé.
Ο γιατρός τού είπε ότι ο πόνος στον καρπό προκλήθηκε από παγιδευμένο νεύρο.

λαβίδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'infirmière a utilisé une pince pour placer l'échantillon dans le récipient.

δαγκάνα

nom féminin (d'un crabe,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ne touche pas ce crabe, il risque de te mettre un coup de pince !
Μην αγγίζεις τον κάβουρα, μπορεί να σε τσιμπήσει με τις δαγκάνες του!

λαβίδα, δαγκάνα, λαβή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Malgré ses manières guindées, il était chaleureux et aimable une fois qu'on le connaissait.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbe transitif (ελαφρά, απαλά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy pinça les joues du bébé.
Η Νάνσυ τσίμπησε το μάγουλο του μωρού.

τραβάω, τραβώ, τεντώνω

verbe transitif (Musique : une corde)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy pince les cordes de la guitare.

πιέζω

verbe transitif (une pâtisserie) (να ενωθούν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pincez ensemble les bords de la pâte.

παίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon oncle pince un banjo.

τσακώνω

verbe transitif (familier : arrêter) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a pincé Ben en train de voler du vin dans le supermarché du coin.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Michael a pincé sa petite sœur et l'a fait pleurer.

κάνω κτ να φαίνεται καθώς πρέπει

verbe transitif (les lèvres)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Victor pinça les lèvres.

στρίβω

(les oreilles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσίμπημα

(les oreilles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Billy a senti sa mère lui tirer les oreilles et a su qu'il avait des ennuis.
Ο Μπίλι ένιωσε το τσίμπημα της μητέρας του στο αυτί του και κατάλαβε ότι είχε μπλέξει.

συλλαμβάνω

(familier : un criminel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête de vendre de l'herbe. Tu vas finir par te faire choper (or: pincer).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αστυνομία έπιασε ένα μεγάλο κύκλωμα πορνείας.

καίω

verbe transitif (froid) (μεταφορικά: λόγω παγετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gel mordait les fleurs.
Ο παγετός έκαψε τα λουλούδια.

συλλαμβάνω

verbe transitif (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les kidnappeurs ont coincé la victime alors qu'elle montait dans sa voiture.

πονάω

verbe transitif (froid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'air froid piqua (or: mordit) le visage des femmes.

μπουζουριάζω

verbe transitif (familier) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les flics ont coincé le suspect.
Οι αστυνομικοί έπιασαν τον ύποπτο.

μπουζουριάζω

verbe transitif (familier) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a coincé le suspect en début de matinée.

λοστός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλιπ μύτης

nom masculin (κολυμβητή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυαλιά

(vieilli)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ξερός

adjectif invariable (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens ne comprennent pas toujours son humour pince-sans-rire.

καθώς πρέπει

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανέκφραστος

(sans expression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a déclaré : « Je vais sur Mars » avec une expression impassible.

ξερά, στεγνά, ανέκφραστα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
« Je ne vois rien de mal ici. » dit l'homme d'un air pince-sans-rire en examinant le désordre.

ποιος να το 'λεγε

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eh bien ça alors ! Tu as gagné à la loterie !
Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

μανταλάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward étend son linge sur la corde avec une pince à linge.
Ο Έντουαρντ χρησιμοποιεί μανταλάκια για να κρεμάσει τα πλυμένα στο σχοινί.

ντουπ

nom masculin (ηχομιμητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μανταλάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσιμπιδάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δαγκάνα

nom féminin (ηλεκτρολογικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στεγνό χιούμορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il avait un humour tellement pince-sans-rire qu'il m'a fallu du temps pour savoir s'il plaisantait ou non.

καρφίτσα γραβάτας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δαγκάνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσιμπιδάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιάστρα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλιπ χαρτονομισμάτων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσιμπιδάκι

nom féminin (για τα φρύδια κτλ.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Est-ce que tu as essayé de retirer l'écharde avec une pince à épiler ?
Δοκίμασες να βγάλεις τη σκλήθρα με το τσιμπιδάκι για τα φρύδια;

πένσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comme le trou était très petit, j'ai dû utiliser une pince à bec pour tenter de desserrer l'écrou.

συρματοκόφτης

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le comédien est connu pour son humour pince-sans-rire.
Ο κωμικός έγινε διάσημος για το ειρωνικό χιούμορ του.

ανοίγω με λοστό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόφτης

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με σφιγμένα χείλη

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φουρκέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses épingles à cheveux tombaient et sa coiffure se défaisait.

πιάνω με τσιμπίδα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pince στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pince

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.