Τι σημαίνει το pior στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pior στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pior στο πορτογαλικά.

Η λέξη pior στο πορτογαλικά σημαίνει χειρότερος, χειρότερα, χειρότερος, χειρότερος, χειρότερος, χειρότερα, περισσότερο, τα χειρότερα, περίεργος, χειρότερος, χειρότερος, κατώτερος, ο ιεραρχικά κατώτερος, ο πιο ευτελής, στην χειρότερη περίπτωση, ακόμη χειρότερα, από το κακό στο χειρότερο, χειρότερος και από θάνατο, χειρότερο σενάριο, πάω από το κακό στο χειρότερο, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, ακόμη χειρότερος, βιασμός, χειρότερα από κτ/κπ, το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι, χειρότερα από κτ/κπ, χαμηλότερα, χειρότερα από κτ/κπ, χειρότερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pior

χειρότερος

adjetivo (superlativo de ruim)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essa é a pior coisa que tu poderias dizer.
Αυτό είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσες να πεις.

χειρότερα

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Veja que confusão eu fiz. Você não pode fazer pior de forma alguma.

χειρότερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A comida de ontem estava ruim, mas a de hoje está pior.
Το χτεσινό φαγητό ήταν άσχημο, αλλά το σημερινό είναι χειρότερο.

χειρότερος

adjetivo (mais severo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foi a pior tempestade em trinta anos.

χειρότερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esse foi o pior erro que já cometi.

χειρότερα

adjetivo (de pior qualidade)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele foi o que cantou pior em todo o coral.

περισσότερο

adjetivo (mais severamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eles sofreram da pior maneira com o último rei.

τα χειρότερα

substantivo masculino (o menos favorável)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Espere o melhor, mas também espere o pior.
Να εύχεσαι τα καλύτερα, αλλά να περιμένεις τα χειρότερα.

περίεργος

adjetivo (inconveniente, incomum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Meu vizinho vem visitar nas piores horas.

χειρότερος

adjetivo (inferior em qualidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os piores móveis custam nada menos que os melhores.

χειρότερος

adjetivo (mais ruim)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles vendem os piores aparelhos, que não duram uma semana!

κατώτερος

adjetivo (σε ποιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Αυτά τα καρύδια είναι πολύ κατώτερα από τα τελευταία που είχαμε πάρει.

ο ιεραρχικά κατώτερος, ο πιο ευτελής

Πέρασε από όλα τα πόστα στο εστιατόριο, από τα ιεραρχικά ανώτερα έως τα ιεραρχικά κατώτερα. Μας έκανε να γελάσουμε, όταν ήμαστε πεσμένοι.

στην χειρότερη περίπτωση

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακόμη χειρότερα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από το κακό στο χειρότερο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειρότερος και από θάνατο

expressão (μοίρα, κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειρότερο σενάριο

πάω από το κακό στο χειρότερο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde que comprei aquele livro de autoajuda minha vida tem ido de mal a pior.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

locução verbal (continuar a piorar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακόμη χειρότερος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βιασμός

expressão (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χειρότερα από κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Karen tinha terminado os exames finais dela, o que significa que o pior tinha passado.
Η Κάρεν είχε τελειώσει τις τελικές της εξετάσεις, που σήμαινε πως είχε περάσει το δύσκολο κομμάτι.

χειρότερα από κτ/κπ

χαμηλότερα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Até essas vitórias recentes, o time parecia estar caminhando para pior.
Μέχρι τις πρόσφατες νίκες, η ομάδα φαίνονταν να πέφτει όλο και χαμηλότερα.

χειρότερα από κτ/κπ

χειρότερα

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
As coisas estavam mal, mas ele sobrevivera a algo pior.
Τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά έχουμε περάσει και χειρότερα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pior στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.