Τι σημαίνει το played στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης played στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του played στο Αγγλικά.

Η λέξη played στο Αγγλικά σημαίνει παιγμένος, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, βάζω, παίζω, παίζω, παράσταση, έργο, διασκέδαση, χαλάρωση, τζόγος, κενό, σειρά, παιχνίδι, παιχνίδισμα, παίζω, play, κίνηση, παίζω, παίζω τυχερά παιχνίδια, κάνω πλάκα, παριστάνω, προσποιούμαι, παριστάνω, παίζομαι, παίζω, παίζω, παίζω, στοιχηματίζω, παίζω μαζί με κάποιον, παίζω, κατευθύνω, εξαπατώ, που έχει παλιώσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης played

παιγμένος

adjective (game, sport: used)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The played cards remain face up on the table.

παίζω

intransitive verb (do [sth] for amusement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children are playing.
Τα παιδιά παίζουν.

παίζω

transitive verb (perform on: a musical instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He plays the piano and the guitar.
Παίζει πιάνο και κιθάρα.

παίζω

transitive verb (music: perform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Play another Beethoven sonata.
Παίξε άλλη μια σονάτα του Μπετόβεν.

παίζω, βάζω

transitive verb (put on, listen to: music, a CD) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I am playing the new CD on the stereo.
Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό.

παίζω

transitive verb (take part in: a sport or game)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Who'd like to play tennis? Let's play hide-and-seek!
Ποιος θέλει να παίξει τένις;

παίζω

transitive verb (act the role of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Who wants to play Lady Macbeth?
Ποιος θέλει να ερμηνεύσει το ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ;

παράσταση

noun (performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'd like to see a play for my birthday.
Θα ήθελα να δω μία παράσταση για τα γενέθλιά μου.

έργο

noun (drama)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wrote the play with specific actors in mind.
Έγραψε το θεατρικό σκεπτόμενος συγκεκριμένους ηθοποιούς.

διασκέδαση, χαλάρωση

noun (recreational activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have no time for play when you run your own company.
Δεν έχεις χρόνο για διασκέδαση όταν διοικείς τη δική σου εταιρεία.

τζόγος

noun (dated (gambling)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He acquired a lot of debts at play.

κενό

noun (movement, looseness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's too much play between the wheel and the axle.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν το έχεις βιδώσει καλά, κοίτα πόσο παίζει.

σειρά

noun (game: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's my play. Can I have the dice, please?
Εγώ παίζω τώρα. Μπορώ να έχω το ζάρι σε παρακαλώ;

παιχνίδι

noun (conduct of a game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's a tournament in which you'll see top class play.

παιχνίδισμα

noun (movement of light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They watched the play of the sunlight on the water.

παίζω

noun (attention)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The double murder got a lot of play on the morning news.
Το διπλό φονικό έπαιξε πολύ στις πρωινές ειδήσεις.

play

noun (button) (πλήκτρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Insert the CD and press play.

κίνηση

noun (sport, game: move)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In a single amazing play, the baseball team got three outs.

παίζω

intransitive verb (take part)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'd like to play, too.
Θέλουμε και εμείς να παίξουμε.

παίζω τυχερά παιχνίδια

intransitive verb (gamble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Minors are not allowed to play.

κάνω πλάκα

intransitive verb (jest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't mean it. I was only playing.

παριστάνω

intransitive verb (pretend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She wasn't really injured; she was just playing.
Δεν είχε χτυπήσει στα αλήθεια, απλά το έπαιζε.

προσποιούμαι, παριστάνω

intransitive verb (feign)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's playing dead.

παίζομαι, παίζω

intransitive verb (be performed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What's playing tonight?
Τι παίζει απόψε;

παίζω

intransitive verb (music: perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He loves the violin. He plays all day.

παίζω

transitive verb (stage a performance of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're playing "Waiting for Godot" all week.

στοιχηματίζω

transitive verb (bet on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He likes to play the horses.

παίζω μαζί με κάποιον

transitive verb (compete against)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No one wants to play him because he never loses.
Κανείς δεν θέλει να τον παίξει γιατί δεν χάνει ποτέ.

παίζω

transitive verb (pretend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's play house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ας παίξουμε τις πριγκίπισσες!

κατευθύνω

transitive verb (direct light, water)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He played the spotlight on the entranceway.

εξαπατώ

transitive verb (informal (deceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate didn't realize the man she'd met on a dating site was playing her until she'd spent half her savings on him.

που έχει παλιώσει

adjective (overused) (μεταφορικά: λόγω επανάληψης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του played στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του played

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.