Τι σημαίνει το player στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης player στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του player στο Αγγλικά.

Η λέξη player στο Αγγλικά σημαίνει παίκτης, παίκτρια, player, παίκτης, παίκτρια, σημαντικός παίκτης, ηθοποιός, παίκτης, παίκτρια, παίζω, παίκτης, παίκτης μπέιζμπολ, μπασκετμπολίστας, μπασίστας, μπασίστρια, μπασίστας, μπασίστρια, ηθοποιός δεύτερων ρόλων, ασήμαντος, κασετόφωνο, σι-ντι πλέϊερ, σκακιστής, σκακίστρια, ψηφιακός πολυμορφικός δίσκος, ποδοσφαιριστής, παγκόσμιος παράγοντας, κιθαρίστας, κιθαριστής, κιθαρίστρια, κιθαριστής, κιθαρίστρια, παίκτης χόκεί, μουσικός χάλκινων πνευστών, κιμπορντίστας, μέσος, συσκευή αναπαραγωγής mp3, συσκευή αναπαραγωγής μουσικής, πιανίστας, πιανίστρια, πιανίστας, πιανίστρια, πιανίστας, πιανίστρια, μηχανικό πιάνο, με παίκτη που παίζει το ρόλο του τραπεζίτη, πικ-απ, αναπληρωματικός, κορυφαίος παίκτης, κορυφαία παίκτρια, αθλητής πινγκ-πονγκ, κασετόφωνο, ομαδικός παίκτης, παίκτης τένις, βίντεο, παίκτης βόλεϊ, παίκτρια βόλεϊ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης player

παίκτης, παίκτρια

noun (sport: participant) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
There are five players on the court at a time.
Στο γήπεδο είναι πέντε παίκτες τη φορά.

player

noun (device that plays recordings)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The CD player stopped working.
Το CD player σταμάτησε να δουλεύει.

παίκτης, παίκτρια

noun (musician) (σπάνιο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
A good piano player makes his art look easy.

σημαντικός παίκτης

noun (informal (important figure) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He is involved in the decision-making - he's a player.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Κύπρος είναι σημαντικός παίκτης στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης.

ηθοποιός

noun (actor)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The audience applauded the players after the performance of Macbeth.
Το κοινό χειροκρότησε τους ηθοποιούς μετά την παράσταση του Μάκβεθ.

παίκτης, παίκτρια

noun (informal (person: bets on horse racing)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
There are players at the track who bet on every race.

παίζω

noun (informal (gambler)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was a player on the stock market, a serious investor.
Έπαιζε στο χρηματιστήριο, επένδυε μεγάλα ποσά.

παίκτης

noun (slang (man who seduces many women) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I would never date a player like Andy; he doesn't believe in monogamy.

παίκτης μπέιζμπολ

noun (sportsperson: plays baseball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sportsman you are talking about is a retired baseball player.

μπασκετμπολίστας

noun (sportsperson: plays basketball)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's a very good basketball player!

μπασίστας, μπασίστρια

noun (musician: plays bass guitar)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
There is only one bass player in the rhythm section.

μπασίστας, μπασίστρια

noun (musician: plays double bass) (παίζει κοντραμπάσο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
George is the bass player in a jazz band.

ηθοποιός δεύτερων ρόλων

noun (actor: in small roles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Early in his career, the actor was a bit player in various minor films.

ασήμαντος

noun (figurative (person: insignificant)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Joe is merely a bit player in the organization; he doesn't really have much power.

κασετόφωνο

noun (tape recorder)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Since the advent of compact discs and MP3s, no-one uses cassette players any more.

σι-ντι πλέϊερ

noun (machine: plays compact discs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
CD players are less popular now that more people have MP3 players.

σκακιστής, σκακίστρια

noun (person who plays chess)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Chess players need to be able to think quickly.

ψηφιακός πολυμορφικός δίσκος

noun (machine: plays DVDs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
DVD players are becoming cheaper and cheaper. We couldn't watch the movie because our DVD player was broken.

ποδοσφαιριστής

noun (sportsperson: plays football)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some professional football players are paid ridiculous sums of money.

παγκόσμιος παράγοντας

noun (company: international)

The company is a global player in the publishing industry.

κιθαρίστας

noun (musician: plays guitar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Guitar players have to learn how to change chords smoothly.

κιθαριστής, κιθαρίστρια

noun (musician: plays guitar)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Lisa is a talented guitarist.

κιθαριστής, κιθαρίστρια

noun (band member: plays guitar) (σε συγκρότημα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The band's guitarist is also a talented singer and drummer.

παίκτης χόκεί

noun (sportsperson: plays hockey)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The siblings were both hockey players: the brother played ice hockey and the sister played field hockey.

μουσικός χάλκινων πνευστών

noun (musician: plays brass horn)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Otto is a horn player in the Berlin Philharmonic Orchestra.

κιμπορντίστας

noun (musician: plays piano, etc.) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέσος

noun (sportsperson in centre-field) (θέση παίκτη)

Mason is a midfield player who also likes to join the attack.

συσκευή αναπαραγωγής mp3

noun (music device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lots of people like taking an mp3 player with them in the train.

συσκευή αναπαραγωγής μουσικής

noun (device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This music player produces very high quality sound.

πιανίστας, πιανίστρια

noun (professional piano player)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The pianist gave a private performance for the king and queen.

πιανίστας, πιανίστρια

noun (person playing piano)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The pianist in the school band was the most talented of the bunch.

πιανίστας, πιανίστρια

noun (musician: plays piano)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Memphis Slim was an American piano player famous for blues and boogie-woogie.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πιανίστας στη σάλα του ξενοδοχείου έπαιζε κλασική μουσική.

μηχανικό πιάνο

noun (self-playing piano)

με παίκτη που παίζει το ρόλο του τραπεζίτη

adjective (poker: [sb] acts as banker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The state regulators decided to forbid player-banked poker games.

πικ-απ

noun (turntable for vinyl discs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I use my record player all the time because I think music sounds better on vinyl!
Χρησιμοποιώ το πικ-απ μου για να ακούσω μουσική επειδή πιστεύω ότι η μουσική στο βινύλιο ακούγεται καλύτερα.

αναπληρωματικός

noun (substitute in a team)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
There were fifteen players on the field and two reserves.

κορυφαίος παίκτης, κορυφαία παίκτρια

noun (top sportsperson in a team)

The team's star player is currently injured.

αθλητής πινγκ-πονγκ

noun (sportsperson who plays ping-pong)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mikael Appelgren is one of the best table tennis players in the world.

κασετόφωνο

noun (machine: plays audio cassettes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron switched on the tape player.

ομαδικός παίκτης

noun ([sb] who co-operates well)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παίκτης τένις

noun (sportsperson: plays tennis)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The two tennis players spent all afternoon working on their technique.

βίντεο

noun (VCR: videotape recorder) (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The picture quality on this video player isn't very good.

παίκτης βόλεϊ, παίκτρια βόλεϊ

noun (sportsperson: plays volleyball)

Volleyball players often suffer back injuries.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του player στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του player

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.